15 Ιανουαρίου 2013
Ο Γιάννος ξύπνησε το πρωί στο μικρό του διαμέρισμα στην Τήνο και αποφάσισε να πάει να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Η αλήθεια είναι ότι όλο κάτι του τύχαινε και όλο ανέβαλε να πάει να τις κάνει.
Ξεκινησε από το ΙΚΑ. Κάποιος του είχε ζητήσει ασφαλιστική ενημερότητα. Αφού την έπαιρνε, θα θυμόταν ποιός.
Φτάνει στο ΙΚΑ και το βλέπει κλειστό. Προσπαθεί να δει αν είναι κανένας μέσα, αλλά τα γραφεία φαίνονται άδεια. Επειδή ήταν πρωϊ ακόμα ο Γιάννος αποφάσισε να περιμένει. Άναψε τσιγάρο, έγραψε μερικά μηνύματα στο κινητό, τίποτα. Άναψε δεύτερο, τρίτο και μόλις ήταν έτοιμος να φύγει, εμφανίζεται κάποιος εργάτης και βγάζει κλειδιά να ανοίξει. Ο Γιάννος από πίσω, περιμένει υπομονετικά να μπει.
-Που πας εσύ, τον ρωτάει ο εργάτης
-Στο ΙΚΑ πάω, θέλω κάτι χαρτιά, απαντάει ο Γιάννος
-Που ζεις ρε φίλε, το ΙΚΑ Τήνου έχει κλείσει εδώ και καιρό, πρέπει να πας στη Σύρο να κάνεις τη δουλειά σου.
Σαν χτυπημένος από αστραπή ο Γιάννος θυμήθηκε μια μέρα στο καφενείο που κάτι του λέγαν ότι κλείνει το ΙΚΑ, αλλά δεν είχε δώσει καμία σημασία τότε.
-Μα καλά, τα γραφεία είναι ακόμα μέσα, διάολε, ακόμα και οι φάκελοι είναι μέσα, τους βλέπω, μήπως με κοροϊδεύεις ρε φίλε; ρώτησε ο Γιάννος που είχε αρχίσει να φορτώνει.
Ο εργάτης κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και μπήκε μέσα, κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.
Αποσβολωμένος ο Γιάννος αποφάσισε να αγνοήσει αυτή τη μικρή δυσκολία και να πάει στην εφορία. Σε δύο λεπτά ήταν εκεί.
Στην εφορία η πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στρίβοντας να μπει μέσα ο Γιάννος έπεσε πάνω σε ένα μεγαλόσωμο άντρα με ένα τσουβάλι στον ώμο.
-Πρόσεχε που πας άνθρωπέ μου, του είπε αυτός και έφυγε.
Έστριψε δεξιά να ανέβει στον όροφο. Έπρεπε να πάρει μία ρημάδα παράταση για την κληρονομιά της γιαγιάς του. Δύο χωραφάκια στη μέση του πουθενά και ένα ρημαγμένο σπιτάκι στο χωριό, όλα κι όλα.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες άκουσε μία φωνή να λέει “ΠΕΦΤΕΙΙΙΙΙΙΙ” και είδε ένα τσουβάλι να έρχεται κατά πάνω του. Πανικόβλητος άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσπαθώντας να αποφύγει το τσουβάλι που τον κυνηγούσε.... Φτάνοντας ξέπνοος στο ισόγειο είδε πίσω του το τσουβάλι να έχει κολλήσει στις σκάλες, να έχει ανοίξει και χαρτιά να πετάνε στον αέρα. Κι ο αέρας συνωμότης έριξε μια δυνατή πνοή και σκόρπισε τα χαρτιά, άλλα στο δρόμο, άλλα στο ισόγειο, άλλα στις σκάλες, άλλα στον αέρα.
Μιας και είχε βρέξει την προηγούμενη μέρα 2-3 χαρτιά πέσαν σε μία λακούβα με νερό...
Βρίζοντας θεούς και δαίμονες, ο εργάτης άρχισε να μαζεύει τα χαρτιά από γύρω γύρω. Μάζεψε τα χαρτιά όπως όπως και τα έβαλε πάνω πάνω στον σάκο, αφού έκλεισε την τρύπα με μία κολλητική ταινία...
-Κάποια βγήκαν έξω, του είπε ο Γιάννος προσπαθώντας να βοηθήσει.
-Αντε και , πήγε να πει ο εργάτης, αλλά σταμάτησε όταν είδε το Γιάννο μπροστά του.
-Που σαι ρε Γιάννο; Τι σκατά κάνεις εδώ πέρα, δε βλέπεις ότι έχουμε δουλειά;
-Ήθελα μία παράταση για την κληρονομιά της γιαγιάς μου.
-Καλά είσαι σοβαρός; Δεν έμαθες ότι έκλεισε η εφορία; Εμείς μαζεύουμε τα χαρτιά του αρχείου, να τα πάμε στη Σύρο. Μας είπαν να τα μαζέψουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται και να τα πάμε στη Σύρο. . Τα χώνουμε μέσα σε σάκους γρήγορα γρήγορα και τα φορτώνουμε.
-Καλά κι εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα;
-Τράβα στη Σύρο και ρώτα, εγώ τι να σου πω. Α έχει και το φορολογικό ΚΕΠ, αλλά νομίζω δεν έχει ανοίξει ακόμα.
Ο Γιάννος ψύχραιμος ακόμα, έβγαλε το κινητό, έψαξε για το τηλέφωνο του φορολογικού ΚΕΠ Τήνου και δεν το βρήκε, αφού βέβαια δεν υπήρχε ακόμα. Πήρε στο κανονικό ΚΕΠ, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Βρήκε το τηλέφωνο της ΔΟΥ Σύρου και το πήρε. Μιλούσε. Το ξαναπήρε. Μιλούσε. Επί μία ώρα έπαιρνε συνεχώς και συνεχώς μιλούσε. Τελικά έπιασε γραμμή:
-Θα ήθελα μια παράταση για μια κληρονομιά, είπε.
-Πρέπει να ρθείτε από δω, του είπε ευγενικά μία υπάλληλος και του το κλεισε!
Θολωμένος, προσπάθησε να σκεφτεί πότε γίναν όλα αυτά.
Θυμήθηκε κάποιους να λένε στο καφενείο ότι κλείνει η ΔΟΥ, αλλά και πάλι δεν είχε δώσει σημασία. Θυμήθηκε μια μέρα που είχε πάει στη ΔΟΥ και είχε κατάληψη και δεν είχε κάνει τη δουλειά του και είχε εκνευριστεί.
Μιας και δεν είχε δουλειά, αποφάσισε να πάει στη Σύρο, να ξεμπερδεύει.
Στις 3 το μεσημέρι μπήκε στο Ithaki και σε μία ώρα ήταν στη Σύρο. Πήγε σε ένα φτηνό δωμάτιο, που είχε ένας γνωστός από την Τήνο 25 ευρώ τη βραδιά. Πέρασε το απόγευμα κάνοντας βόλτες στην Ερμούπολη, χαζεύοντας στην αγορά. Ήπιε έναν καφέ, έφαγε κάτι σουβλάκια και πήγε για ύπνο. Είχε πάρει όλα κι όλα 100 ευρώ μαζί του (δεν είχε κι άλλα....) και είχε ήδη φάει τα 45, οπότε έπρεπε να προσέξει.
Πρωϊ πρωί πήγε στη ΔΟΥ. Επικρατούσε μία αναμπουμπούλα. Η ΔΟΥ Σύρου πριν από 2 μέρες είχε συγχωνευθεί με τη ΔΟΥ Τήνου και τη ΔΟΥ Μυκόνου. Οι μισοί υπάλληλοι έψαχναν ακόμα να βρουν γραφείο να κάτσουν, προσπαθούσαν να μοιράσουν αρμοδιότητες μεταξύ τους. Οι πολίτες περίμεναν υπομονετικά να εξυπηρετηθούν. Η ουρά έφτανε μέχρι την είσοδο του κτιρίου. Ο Γιάννος έμεινε όταν είδε καμιά τριανταριά γνωστές φάτσες στην ουρά, Τηνιακούς, που είχαν έρθει σαν κι αυτόν. Μερικούς τους είχε δει στο καράβι, όπως ερχόταν.
-Καλά ρε Γιώργο πως ήρθες και δε σε είδαμε πουθενά; ρώτησε έναν φίλο του από το χωριό.
-Άστα είμαι εδώ από προχθές, αλλά χθες δεν μπορούσαμε να κάνουμε δουλειά, γιατί κανένας δεν ήξερε τι γίνεται από δω και πέρα και μου είπαν να ξαναέρθω σήμερα και βλέπουμε.
Κατά τις 11 βρήκε τελικά άκρη και μόλις εξήγησε τι ήθελε, του έδωσαν μία παράταση και του είπαν να ξαναπάει σε 20 μέρες.
11.45 ήταν στο λιμάνι, αλλά το πλοίο είχε μόλις φύγει. Πήγε στο πρακτορείο και του είπαν ότι το επόμενο πλοίο για Τήνο φεύγει την ίδια ώρα αύριο το πρωί.
Μέτρησε τα χρήματα στην τσέπη του. 52 ευρώ. Ευτυχώς με το Γιώργο θα βρίσκαν άκρη. Πιάσαν ένα δωμάτιο μαζί, 18 ευρώ ο καθένας και πήγαν για φαγητό.
Την άλλη μέρα το πρωί είχαν λεφτά μόνο για τα εισιτήριά τους.
Γύρω στις 7 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο.
-Έλα Γιάννο ο Μπάμπης είμαι. Μας πήραν σε μία οικοδομή για 2-3 μεροκάματα, να ρθω να σε πάρω;
- Όχι ρε π....., είμαι στη Σύρο, έχασα το καράβι χθες και έχω ξεμείνει σχεδόν χωρίς λεφτά και τώρα κάθεται δουλειά; Έλεος....
Μετά από είκοσι μέρες ο Γιάννος ευτυχώς είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε έτοιμα τα χαρτιά για την κληρονομιά. Μπήκε στο καράβι, πήγε στη Σύρο, έπιασε δωμάτιο, πέρασε τη νύχτα του και το πρωϊ πήγε στη ΔΟΥ.
Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Καμιά 30αριά Τηνιακοί και καμιά 30αριά Μυκονιάτες περίμεναν στην ουρά μαζί με άλλους τόσους Συριανούς. Οι υπάλληλοι ακόμα δεν είχαν όλοι γραφεία, αλλά κάπως είχαν χωριστεί και φαινόταν ότι ψιλοείχαν βρει τρόπους να μοιράσουν τη δουλειά.
Κατά τις 10 κάποιοι Τηνιακοί και κάποιοι Μυκονιάτες άρχισαν να φωνάζουν. Κάτι για απαγορευτικό των πλοίων ακούστηκε, αλλά ο Γιάννος δεν έδωσε σημασία. Στις 11 παρέδωσε τα χαρτιά και η υπάλληλος αφού τα είδε, τα παρέλαβε.
-Αφήστε μου ένα τηλέφωνο, όταν υπολογιστεί ο φόρος, να σας ειδοποιήσω να έρθετε να πληρώσετε και να πάρετε το αντίγραφό σας είπε στο Γιάννο.
-Μα αν είναι δυνατόν, πρέπει να ξαναέρθω;
-Λυπάμαι κύριε μου, του είπε εκείνη.
-Μα καλά δεν καταλαβαίνετε τι ταλαιπωρία είναι για μένα αυτή, να έρθω στη Σύρο, να πληρώνω ξενοδοχείο, εισιτήρια, φαγητό κλπ, να χάνω μεροκάματα στη δουλειά μου, να είμαι μακρυά από το σπίτι μου;
-Το καταλαβαίνουμε, αλλά οι από πάνω δεν το καταλαβαίνουν.
Ο Γιάννος πήγε να πει κάτι για τους από πάνω, αλλά τότε θυμήθηκε κανά δίμηνο πριν που του λέγαν να συμμετέχει στις κινητοποιήσεις για τη ΔΟΥ και είχε πει, σιγά μην κάτσω εγώ να ασχοληθώ με κινητοποιήσεις. Τι με νοιάζει εμένα αν φύγει η ΔΟΥ, είχε σκεφτεί τότε.
Έφυγε μη ξέροντας τι να σκεφτεί τώρα. Έπρεπε να ξαναέρθει στη Σύρο.
Στο πρακτορείο του είπαν ότι είχε απαγορευτικό. Απελπισμένος γιατί είχε δουλειά την επόμενη μέρα δεν ήξερε τι να κάνει.
Τελικά άρθηκε το απαγορευτικό και κατά τις 7 το βράδυ το πλοίο έφτασε στη Σύρο. Έβγαλε εισιτήριο με τα τελευταία χρήματα που είχε. Μετά από μία ώρα έφτασε στην Τήνο. Τουλάχιστον δεν έχασε το μεροκάματο της επόμενης μέρας.
Όταν τον ειδοποίησαν να ξαναπάει στη Σύρο, αποφάσισε να πάει με το πρωϊνό πλοίο, μία Πέμπτη πρωί, τη μόνη μέρα που είχε πρωϊνό πλοίο για Σύρο. Το πλοίο είχε κανά μισάωρο καθυστέρηση. Μόλις έφτασαν Σύρο κατάλαβε ότι τουλάχιστον 100-150 τηνιακοί και άλλοι τόσοι Μυκονιάτες είχαν την ίδια ιδέα.... Έφτασαν στη ΔΟΥ κατά τις 10.30 όλοι μαζί. Επικράτησε το απόλυτο χάος. Κάποιοι προσπαθούσαν να εξυπηρετηθούν να προλάβουν το πλοίο των 11.35. Έσπρωχναν, αψηφούσαν την ουρά, ο καθένας με τη δική του δικαιολογία.
Μετά από κανά δύωρο έφτασε η σειρά του Γιάννου να εξυπηρετηθεί. Η υπεύθυνη υπάλληλος έλειπε σε άδεια!
Ευτυχώς είχε απογευματινό πλοίο και έτσι τουλάχιστον γύρισε σπίτι του την ίδια μέρα.
Την επόμενη εβδομάδα αφού πήρε τηλέφωνο να είναι σίγουρος ότι η αρμόδια υπάλληλος θα είναι εκεί, ξαναπήρε το πλοίο την Πέμπτη το πρωί και πήγε στη Σύρο.
Πάλι πολύς κόσμος, πάλι το ίδιο χάος.
Τελικά πήρε το χαρτί προς το μεσημέρι.
Πήγε να βγάλει εισιτήρια με το βραδινό πλοίο, αλλά στο πρακτορείο του είπαν ότι έχει χαλάσει και έμεινε στο Λαύριο. Έπρεπε να μείνει άλλη μια μέρα στη Σύρο.... Του ήρθε να στριγγλίξει. Του ήρθε να στραγγαλίσει τον πράκτορα. Πάει άλλο ένα μεροκάματο.
Όπως περιπλανιόταν στην Ερμούπολη μίλησε με αρκετούς Τηνιακούς. Όλοι λέγαν τον πόνο τους για την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί. Τα αρχεία δεν είχαν τακτοποιηθεί ακόμα και πολλά χαρτιά ήταν δύσκολο να βρεθούν. Κάποιοι άνθρωποι είχαν μείνει 2-3 μέρες στη Σύρο για να κάνουν τη δουλειά τους. Το ηλεκτρονικό σύστημα δε λειτουργούσε ακόμα σωστά. Τόσα έξοδα σε μία τέτοια εποχή και τόσα χαμένα μεροκάματα. Ένας "επιχειρηματίας" κοκορευόταν πως τα χαρτιά του είχαν χαθεί στη μεταφορά και είχε γλιτώσει μεγάλη καμπανιά. Τελικά οι μόνοι ωφελημένοι από το κλείσιμο των ΔΟΥ είναι κάτι τέτοιοι τύποι σκέφτηκε ο Γιάννος.
Όταν μετά από μερικές μέρες ο Συμβολαιογράφος του ζήτησε πιστοποιητικό κληρονομιάς από την εφορία και φορολογική ενημερότητα ο Γιάννος ήταν έτοιμος να εκραγεί. Μόλις τον είδε έτσι ο Συμβολαιογράφος τον καθυσήχασε.
-Μην αγχώνεσαι, τώρα έχουν φτιάξει τα πράγματα. Στο φορολογικό ΚΕΠ θα πας και θα κάνεις μία αίτηση. Δε χρειάζεται να πας Σύρο.
Μετά από όσα είχε περάσει ο Γιάννος δεν ήταν καθόλου ήσυχος. Πήγε στο ΚΕΠ και έκανε την αίτηση. Μετά από μερικές μέρες πέρασε να δει τι είχε γίνει.
-Το πιστοποιητικό έχει έρθει, αλλά φορολογική ενημερότητα δεν βγαίνει. Πρέπει να πάτε στη Σύρο, του είπε η υπάλληλος.