Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Περί δικηγορίας και άλλων δαιμονίων....




Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Η φαινομενικά απλή ερώτηση των περισσότερων γονιών αποτελεί και το πρώτο συναπάντημα με την έννοια Δικηγόρος και έρχεται πολύς νωρίς, καθώς οι περισσότεροι γονείς θέλουν και κάνουν το παν για να δουν τα παιδιά τους γιατρούς ή δικηγόρους και τα γαλουχούν με τέτοια όνειρα από μικρά.....
Στην απόφαση να ακολουθήσει κανείς το δρόμο της Νομικής Επιστήμης (ο υπογράφων είναι φανατικός θιασώτης της άποψης ότι η Νομική είναι Επιστήμη) συμβάλλουν σίγουρα κάποια τηλεοπτικά πρότυπα, αν και στις μέρες μας είμαι βέβαιος ότι περισσότερο από ποτέ τα παιδιά ονειρεύονται να γίνουν τραγουδιστές, μοντέλα, σεφ, ηθοποιοί και άλλα παρόμοια. Εμείς όμως μεγαλώσαμε με το Matlock και το L.A. Law και είμαι βέβαιος ότι και αυτά έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην επιλογή πολλών από εμάς, τους μετέπειτα δικηγόρους. Βέβαια τόσο η Νομική Σχολή όσο και κυρίως η δικηγορία δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα όνειρα των γονιών ούτε με τα όνειρα των παιδιών.....
Η κοινωνία λοιπόν έχει σχηματίσει κάποιες προκαταλήψεις για τους δικηγόρους. Επειδή οι προκαταλήψεις αυτές αντικατοπτρίζουν το πως βλέπει η ίδια η κοινωνία τους δικηγόρους πιστεύω ότι αξίζει να προσεγγίσουμε κάποιες από αυτές.

Οι δικηγόροι δεν είναι όλοι ψεύτες! Πιστέψτε με, είναι ενοχλητική η συνήθεια πολλών συνανθρώπων μας να αναφέρονται σε μας τους δικηγόρους ως επαγγελματίες ψεύτες ή ως ανθρώπους με “ελαστικές” ηθικές αρχές. Παλαιότερα οι χαρακτηρισμοί αυτοί με έβαζαν σε προβληματισμό. Πιστεύω ότι πολλές φορές οι άνθρωποι παίρνουν τον κακό δρόμο, χωρίς να το συνειδητοποιούν και έτσι προβληματιζόμουν μήπως έχω γίνει ένας επαγγελματίας ψεύτης, χωρίς να το έχω καταλάβει. Ευτυχώς το συμπέρασμα ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν μου έχει συμβεί! Το σκεπτικό μου είναι σύνθετο. Είναι δεδομένο ότι οι πελάτες κάποιες φορές έχουν δίκιο και κάποιες φορές έχουν άδικο. Ο σωστός δικηγόρος θα τους το πεί. Δεν θα τους αρέσει, μπορεί να μην τον πιστέψουν και να πάνε σε άλλο δικηγόρο, αλλά θα το βάλουν στο μυαλό τους. Ο δικηγόρος που θα πει ψέμματα στον πελάτη ότι ο πελάτης έχει δίκιο, ενώ ξέρει ότι έχει άδικο, κατά την ταπεινή μου άποψη δεν είναι δικηγόρος αλλά “κομπογιαννίτης”! Τώρα όταν ο πελάτης έχει δίκιο, πρέπει να βρεθεί ο σωστός και αποτελεσματικός τρόπος να το βρει. Και στη συνέχεια να γίνει προφανές και στους τρίτους που θα κρίνουν το πρόβλημα, δηλαδή στους δικαστές, ότι η δική μας πλευρά έχει δίκιο.
Η μεγαλύτερη δυσκολία, για μένα, στο επάγγελμα του δικηγόρου είναι ότι το αποτέλεσμα της δουλειάς σου εξαρτάται από κάποιους τρίτους, δηλαδή από τους δικαστές οι οποίοι αποφασίζουν πολλές φορές χωρίς να λάβουν υπόψη τους ένα μεγάλο μέρος της εργασίας σου ή επηρρεάζονται από παράγοντες άσχετους με την εργασία σου, ή δεν συμμερίζονται τα νομικά σου επιχειρήματα ή δεν πείθονται από τις αποδείξεις που προσκομίζεις κλπ. Σε μία δίκη δηλαδή που έχεις δίκιο και ο δικηγόρος σου κάνει καλή δουλειά, δεν είναι αυτονόητο ότι θα κερδίσεις!
Τις περισσότερες φορές οι πελάτες αδυνατούν να καταλάβουν ότι και οι αντίπαλοί τους, οι αντίδικοί τους, όπως τους λέμε στα νομικά, πιστεύουν ότι έχουν κι εκείνοι δίκιο. Ακόμα είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι κάποιες φορές μπορεί να έχουν δίκιο και οι δύο πλευρές, σε ένα ποσοστό. Ο δικηγόρος δηλαδή του αντιδίκου δεν λέει απαραίτητα ψέμματα μόνο και μόνο επειδή υποστηρίζει την αντίθετη άποψη από τη δική μας. Κάποια πράγματα δε μας αρέσει να τα ακούμε, κάποια πράγματα δε θέλουμε να τα πιστέψουμε, αλλά στα περισσότερα δικαστήρια η κάθε πλευρά προσέρχεται με τα δικά της επιχειρήματα, με την παρουσίαση της δικής της πλευρά της αλήθειας.
Όπως λοιπόν η αλήθεια στη ζωή δεν είναι μόνο άσπρη, ούτε μόνο μαύρη, έτσι και στα δικαστήρια η αλήθεια κάποιες φορές είναι γκρι και όχι άσπρη ή μαύρη, οπότε δεν είσαι ψεύτης όταν λες ότι σε αυτή την περίπτωση η αλήθεια είναι το γκρι. Και ο αντίδικος δικηγόρος που υποστηρίζει ότι η αλήθεια δεν είναι γκρι αλλά είναι π.χ. άσπρη, μπορεί πραγματικά να το πιστεύει, ή να έχει στοιχεία διαφορετικά από αυτά που έχεις εσύ, ή να το βλέπει από μια διαφορετική οπτική γωνία και άρα και αυτός να μη λέει ψέμματα.
Αντικειμενική αλήθεια υπάρχει σε λίγα πράγματα. Στα περισσότερα θέματα η αλήθεια είναι υποκειμενική και ο δικηγόρος συνήθως θα υποστηρίζει την αλήθεια που πιστεύει. Σπάνια κάποιος καλός δικηγόρος θα λέει ψέμματα. Άλλωστε όταν πιστεύεις ότι κάτι είναι αλήθεια, τότε θα το υπερασπιστείς πολύ καλύτερα, από ό,τι αν δεν το πιστεύεις.
Μπορεί κανείς να συγκρίνει μια δικαστική υπόθεση με ένα γλυπτό. Σε πολλά γλυπτά αν τα δεις από μία μόνο πλευρά, δεν μπορείς να αντιληφθείς τι ακριβώς δείχνουν ή ολόκληρη την ομορφιά τους. Επίσης δεν μπορείς να εκτιμήσεις πλήρως ένα έργο τέχνης όπως ένα γλυπτό ή ένα πίνακα όταν ο φωτισμός είναι κακός ή ακατάλληλος. Ο δικηγόρος μπορεί να βοήθησει το δικαστήριο να έχει πληρέστερη άποψη για ένα θέμα είτε χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο “φωτισμό” είτε τονίζοντας τη διαφορά του θέματος αν το δεις από μια άλλη οπτική γωνία ή από περισσότερες οπτικές γωνίες. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις ο δικηγόρος δεν λέει ψέμματα.
Και στους δικηγόρους όπως και σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες υπάρχουν κακές εξαιρέσεις. Ιδίως στην Αθήνα μεταξύ των περίπου 20.000 δικηγόρων υπάρχουν δικηγόροι επαγγελματίες ψεύτες, κυρίως δικηγόροι που ασχολούνται με εμπόρους ναρκωτικών και κατ' επάγγελμα εγκληματίες. Είναι όμως κατακριτέοι από την πλειονότητα των δικηγόρων, οι οποίοι αρνούνται να αναλάβουν τέτοιες υποθέσεις, εκτός αν ο πελάτης τους θελήσει μια δίκαιη δίκη. Δηλαδή π.χ. ο δολοφόνος δεν αρνείται το φόνο, ούτε τον τρόπο με τον οποίο έγινε, αλλά επιθυμεί να δικαστεί για αυτό που έκανε. Τότε όμως ο δικηγόρος που θα τον αναλάβει δε θα χρειαστεί να πει ψέμματα. Θα προσπαθήσει να έχει ο κατηγορούμενος πελάτης του μια δίκαιη δίκη και να λάβει μια δίκαιη ποινή.
Σε καμία περίπτωση ο δικηγόρος δεν είναι επαγγελματίας ψεύτης. Για να μην φανώ ανακόλουθος, δέχομαι ότι κάποιες φορές οι δικηγόροι κάμπτουν την ερμηνεία των νόμων, ώστε να συμφέρει τους πελάτες τους και κάποιες φορές κάμπτουν και την ίδια την αλήθεια. Η ουσία πάντως είναι ότι μπορεί κάποιος δικηγόρος να είναι καλός στη δουλειά του, χωρίς ποτέ να καταφύγει σε ψέμματα και άρα η προκατάληψη αυτή της κοινωνίας είναι λανθασμένη.

Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι η ανυποληψία και η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία τους δικηγόρους.
Παλιότερα ο δικηγόρος ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο, ιδιαίτερα στις μικρότερες κοινωνίες. Ο Δάσκαλος, ο Αστυνόμος, ο Δήμαρχος, ο Ειρηνοδίκης, ο Συμβολαιογράφος, ο Δικηγόρος, ο Γιατρός, όλα πρόσωπα που απολάμβαναν κοινωνικής καταξίωσης και σεβασμού. Στις μέρες μας η απαξίωση δεν έχει χτυπήσει μόνο την πόρτα των δικηγόρων, αλλά και όλων των υπόλοιπων ίσως μόνο οι συμβολαιογράφοι διατηρούν ακόμα ψήγματα του σεβασμού που απολάμβαναν στο παρελθόν και δεν έχουν περιέλθει σε ανυποληψία, όπως οι υπόλοιπες προαναφερθείσες κοινωνικές ομάδες.
Η ανυποληψία των δικηγόρων και η καχυποψία απέναντί τους σίγουρα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κοινωνικών αλλαγών της τελευταίας πεντηκονταετίας. Οι ίδιοι οι δικηγόροι απαξίωσαν σε μεγάλο βαθμό το λειτούργημα/επάγγελμά τους. Κάποιοι δικηγόροι επέλεξαν το δρόμο του εύκολου χρήματος θυσιάζοντας τα συμφέροντα του πελάτη τους. Κάποιοι δωροκήθηκαν και κάποιοι δωροδόκησαν για να κερδίσουν ή να χάσουν μία υπόθεση. Το συνήθως υψηλό πνευματικό επίπεδο των δικηγόρων κατέστησε κάποιους από αυτούς εγκέφαλους ή σημαντικούς συνεργάτες σε εγκληματικές δραστηριότητες κάθε είδους. Μπορεί τα περιστατικά αυτά να είναι μεμονωμένα, αλλά οδήγησαν τις κοινωνικές αντιλήψεις σε μία βαθιά παρεξήγηση για το δικηγόρο και τον χαρακτήρα του.
Μεταξύ των δικηγόρων λέγεται συνήθως ότι οι πελάτες σέβονται μόνο τον δικηγόρο τον οποίο πληρώνουν αδρά.... Η αλήθεια είναι ότι διαφορετικά αισθάνεται κάποιος όταν μπει σε κάποιο μεγάλο δικηγορικό γραφείο των Αθηνών, όπου ξέρει ότι θα πρέπει να πληρώσει 300-400 ευρώ την ώρα και διαφορετικά όταν μπει σε ένα επαρχιακό γραφείο όπου ξέρει ότι δε χρειάζεται να πληρώσει τίποτα όση ώρα κι αν κάτσει.... Δεν ξέρω ποιο προηγήθηκε, δηλαδή αν προηγήθηκε η έλλειψη σεβασμού προς τους δικηγόρους η οποία έφερε και την διαφορετική οικονομική αντιμετώπιση από τους πελάτες, ή αν όταν μειώθηκαν οι αμοιβές των δικηγόρων (λόγω του υπερπληθωρισμού δικηγόρων) σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, τότε μειώθηκε και ο σεβασμός των πελατών προς τους δικηγόρους.
Προσωπικά θεωρώ ότι ένα ποσοστό της μείωσης της υπόληψης των δικηγόρων οφείλεται και στο γεγονός ότι φέρουν μερίδιο ευθύνης για την κατάντια της χώρας όχι τόσο ως επαγγελματίες, αλλά στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν και αυτοί την εξουσία που τους δόθηκε καταλαμβάνοντας τις περισσότερες πολιτικές και κοινωνικά υπεύθυνες θέσεις ως Δήμαρχοι, Νομάρχες, Βουλευτές, Υπουργοί κ.λπ., ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των σημαντικότερων δημοσιογράφων είναι και αυτοί πρώην δικηγόροι ή νομικοί. Από την άλλη πλευρά κάποιοι άλλοι από τους δικηγόρους όπως και κάποιοι από τους πνευματικούς ανθρώπους φέρουν μερίδιο ευθύνης λόγω της μη ενασχόλησής τους με τα κοινά και της εγκατάλειψης της εξουσίας σε ανθρώπους κατώτερων ικανοτήτων, αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα....
Μια άλλη ευρεία παρεξήγηση για τους δικηγόρους είναι ότι δεν κοιτάνε πάντα το συμφέρον του πελάτη τους, αλλά το προσωπικό τους συμφέρον και έτσι προσπαθούν να δημιουργούν υποθέσεις ή να διαιωνίζουν τις υποθέσεις των πελατών τους και όχι να τις λύνουν. Η δικαστηριακή καθημερινότητα με τις μεγάλες αναβολές, τις απεργίες, την εκδίκαση υποθέσεων μετά από πολλά χρόνια κ.λπ. συμβάλλει και αυτή στον σχηματισμό αυτής της αντίληψης. Είναι δεδομένο ότι οι “μεγαλοδικηγόροι” δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω ότι οποιοσδήποτε καλός δικηγόρος μπορεί να λειτουργήσει έτσι, καθώς μια τέτοια συμπεριφορά θα γίνει γνωστή και θα του στοιχίσει ακριβά. Όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι δικηγόροι. Υπάρχουν και είναι και αρκετοί.
Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω την συμπεριφορά τους. Εγώ ανήκω στους δικηγόρους που μοιράζονται το πρόβλημα του πελάτη τους και συμπάσχουν μαζί του. Ακριβώς το αντίθετο από ότι με συμβούλευε ο δάσκαλός μου, ο Μάκης ο Φρέρης: “Ο καλός δικηγόρος δεν πρέπει να συμπάσχει με τον πελάτη του, αλλά να βλέπει τα προβλήματα των πελατών του με απάθεια, να μην τον αγγίζουν”. Πιστεύω ότι στην Τήνο οι περισσότεροι δικηγόροι είναι έτσι, δηλαδή συμπάσχουν με τους πελάτες τους, πράγμα που φαίνεται από το πάθος με το οποίο τους υπερασπίζονται. Όταν ο πελάτης έχει ένα πρόβλημα οι περισσότεροι δικηγόροι το κάνουν δικό τους και προσπαθούν να το λύσουν, και όταν δεν λύνεται αισθάνονται σα να μη λύθηκε ένα δικό τους πρόβλημα! Πιστεύω λοιπόν ότι οι περισσότεροι δικηγόροι ή τουλάχιστον οι καλοί δικηγόροι φροντίζουν πάντα για το καλό του πελάτη τους, ακόμα και όταν ο πελάτης τους δεν το αντιλαμβάνεται ή δεν το καταλαβαίνει.
Άλλη μια γνωστή παρανόηση είναι ότι οι νόμοι είναι παράλογοι, ή ότι τους νόμους τους φτιάχνουν οι ίδιοι οι δικηγόροι για να βολεύουν τους ίδιους..... Η αλήθεια είναι ότι και εμείς οι δικηγόροι πολλές φορές δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ένα νόμο ή να τον ερμηνεύσουμε σωστά. Αυτό που δεν καταλαβαίνει ένας απλός άνθρωπος είναι ότι οι νόμοι είναι πολυσύνθετα κείμενα, που προσπαθούν σε λίγες λέξεις να συμπεριλάβουν πολλές διαφορετικές περιπτώσεις με τον πιο αποτελεσματικό δυνατό τρόπο. Είναι πρακτικά αδύνατο να θεσπίσουμε νόμους ξεχωριστούς για κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Το υπάρχον σύστημα έχει βέβαια τις αδυναμίες του. Πολλοί νόμοι πρωτοεκδίδονται με προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται με τροποποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές δημιουργούν άλλα προβλήματα (....), ενώ κάποιοι νόμοι παραμένουν ίδιοι ακόμα και μετά από 50-60 χρόνια και ενώ τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι νομοθέτες είναι άνθρωποι και ακόμα και αν κάποιοι νόμοι είναι ατελείς, αυτό δεν σημαίνει ότι έγιναν επίτηδες ατελείς. Οι νόμοι δεν είναι σε καμία περίπτωση παράλογοι, αλλά βασίζονται σε δεδομένα τα οποία δεν είναι πάντα εύκολο να τα συνειδητοποιήσεις. Ο κάθε νομοθέτης έχει στο μυαλό του κάποιες περιπτώσεις τις οποίες προσπαθεί να συμπεριλάβει στο νόμο, αλλά προσπαθεί να διαμορφώσει το κείμενο του νόμου με τέτοιο τρόπο, ώστε ο νόμος να περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά, ακόμα και αυτές τις οποίες ο νομοθέτης δεν μπορεί να σκεφτεί. Σε μία ιδανική κοινωνία θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς νόμους, αφού ο κάθε άνθρωπος θα είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση δικαίου και δε θα “παρανομούσε”, γιατί θα καταλάβαινε από μόνος του, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, χωρίς να χρειαστεί να του το πει κάποιος νομοθέτης ή κάποιος νόμος. Όμως στην κοινωνία μας κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και έτσι εναποθέτουμε κάθε φορά τις ελπίδες μας σε ανθρώπους/νομοθέτες, οι οποίοι πρέπει να έχουν υψηλή συναίσθηση του δικαίου και να μπορούν να την αποδώσουν μέσα από τους νόμους που θεσπίζουν.
Στο εξωτερικό ο δικηγόρος απολαμβάνει σεβασμού ακόμα και στις μέρες μας, πράγμα που αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων και στις αμοιβές του.... Αν εξαιρέσουμε τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να έχει τόσο πολλούς δικηγόρους αναλογικά με τον πληθυσμό της, όσους η Ελλάδα. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, μεταξύ των περίπου 11.000.000 κατοίκων της Ελλάδας υπάρχουν περισσότεροι από 30.000 ενεργοί δικηγόροι (πάνω από 41.000 εγγεγραμμένα μέλη στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανά την Ελλάδα), δηλαδή ένας δικηγόρος ανά 366 κατοίκους! Ενδεικτικά η Γερμανία έχει τη μισή περίπου αναλογία (1/600) και η Γαλλία το ¼, δηλαδή ένας δικηγόρος ανά 1.403 κατοίκους!
Και έτσι ξαναγυρνάμε στην αρχή! Στην Ελλάδα οι γονείς θέλουν να δουν τα παιδιά τους γιατρούς, δικηγόρους ή αντε στη χειρότερη μηχανικούς.... Αν δεν περάσουν στο Πανεπιστήμιο, κανένα πρόβλημα. Ας είναι καλά τα εγχώρια κολλέγια και τα πανεπιστήμια της Ιταλίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας κ.λπ., τα οποία με λιγότερο ή περισσότερο κόπο θα παρέχουν στα παιδιά τους ένα από τα πολυπόθητα πτυχία Νομικής/Ιατρικής/Πολυτεχνείου. Το αποτέλεσμα είναι να παράγονται στρατιές δικηγόρων/γιατρών/μηχανικών οι οποίες αφού απομυζηθούν από τον εκπαιδευτικό χώρο με μεταπτυχιακά, διδακτορικά κλπ, στοιβάζονται στην αναζήτηση εργασίας. Παρότι βρίσκομαι σε μία απόσταση μερικών ετών από κάποιον “φρέσκο” δικηγόρο και έχοντας εργαστεί σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα επί 5-6 μήνες χωρίς καμία αμοιβή, πιστεύω ότι ένας νέος δικηγόρος σήμερα εργάζεται έναντι 600-800 ευρώ το μήνα, σπανιότερα με 800-900 ευρώ και εξαιρετικά σπάνια με μεγαλύτερες αμοιβές. Η κατάσταση αυτή διαρκεί τουλάχιστον 8-10 χρόνια με μικρές αυξήσεις, μέχρι να αισθανθεί ότι μπορεί να πατήσει στα πόδια του, να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να ανοίξει δικό του γραφείο. Πολλές φορές η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και αρκετά χρόνια αργότερα. Δεν είναι λίγοι οι δικηγόροι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη που ακόμα και στα 40 τους χρόνια εργάζονται σε δικηγορικά γραφεία για μισθό μικρότερο ακόμα και από το μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου. Και με εργασιακές συνθήκες δύσκολες: 12+ ώρες εργασίας τη μέρα, 6 μέρες τη βδομάδα, ελάχιστες άδειες κλπ. Αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δικηγόροι δεν είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα. Η απαξίωση του επαγγέλματος/λειτουργήματος του δικηγόρου σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά δικηγόρων έχει κάνει σημαντικά πιο δύσκολη την είσπραξη της οποιασδήποτε αμοιβής.

Θα σκεφτεί κανείς: “Τι μας λες ρε φίλε, θες να λυπηθούμε και τους δικηγόρους τώρα;”, όπως μου είπε ένας γνωστός μου πρόσφατα.... Προσπαθώ να δείξω ότι η κατάσταση σχετικά με τη δικηγορία δεν είναι όπως την φαντάζεται ο πολύς κόσμος. Οι δικηγόροι δεν είναι όλοι πλούσιοι. Και αυτή είναι η τελευταία παρανόηση/προκατάληψη της κοινωνίας για τους δικηγόρους, ότι δηλαδή είναι όλοι πλούσιοι. Πιστεύω ότι ένα ποσοστό 10-20% των δικηγόρων είναι πραγματικά πλούσιοι. Από κει και πέρα ένα ποσοστό 30-40% ανήκουν στη μεσαία τάξη, ένα ποσοστό 20% ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά επίπεδα της μεσαίας τάξης και ένα ποσοστό 20% ανήκουν στα χαμηλά εισοδήματα, ενώ αυτονόητα οι ηλικίες είναι ανάλογες με τα εισοδήματα: πιο χαμηλά εισοδήματα σε μικρότερες ηλικίες, πιο ψηλά εισοδήματα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Το συμπέρασμα για μένα είναι ότι δεν έχω μετανιώσει για την απόφασή μου να ακολουθήσω τη δικηγορία και ιδιαίτερα τη δικηγορία στην επαρχία, παρά τις δυσκολίες, παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και παρότι οι αποφάσεις μου αυτές έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς. Ωστόσο θεωρώ ότι είναι σημαντικό ως γονείς να καταλάβουμε ότι δεν είναι αναγκαίο όλα τα παιδιά να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι, ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι ντροπή να γίνουν τα παιδιά μας εργάτες και ότι μπορεί αν τα αφήσουμε πιο ελεύθερα να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν, μπορεί τότε να είναι πιο ευτυχισμένα με τις επιλογές τους, αλλά και τελικά να καταφέρουν μεγαλύτερη οικονομική και επαγγελματική επιτυχία από ότι αν είχαν γίνει με το ζόρι γιατροί ή δικηγόροι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου