Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ: Κατάργηση Ειρηνοδικείου Τήνου

ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ: Κατάργηση Ειρηνοδικείου Τήνου: "Έχουμε πληροφορηθεί μετά λύπης την πρόθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να καταργήσει μεταξύ άλλων το Ειρηνοδικείο Τήνου. Είναι κατανο..."

Κατάργηση Ειρηνοδικείου Τήνου




Έχουμε πληροφορηθεί μετά λύπης την πρόθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να καταργήσει μεταξύ άλλων το Ειρηνοδικείο Τήνου.
Είναι κατανοητός και απολύτως θεμιτός ο στόχος της περιστολής των εξόδων, ο οποίος προφανώς είναι ο λόγος της κατάργησης πολλών Ειρηνοδικείων στην περιφέρεια.
Ωστόσο υπάρχουν σοβαροί λόγοι που επιβάλουν τη διατήρηση κάποιων τουλάχιστον από τα Ειρηνοδικεία αυτά, ιδίως στην νησιωτική Ελλάδα, όπου η συγκοινωνία μεταξύ των νησιών παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Δυστυχώς αν στην περιοχή μας παραμείνει μόνο το Ειρηνοδικείο Ερμουπόλεως, τότε θα αυξηθεί σημαντικά τόσο το κόστος της προσφυγής στα δικαστήρια για τους πολίτες, όσο και η ταλαιπωρία τους, αφού δεν υπάρχουν πλοία που να συνδέουν καθημερινά την Τήνο με την Σύρο, ούτε είναι εφικτό συνήθως να διεκπεραιωθούν οι περισσότερες εργασίες χωρίς διανυκτέρευση στη Σύρο. Ο στόχος λοιπόν της περιστολής των εξόδων του κράτους είναι σημαντικός, αλλά δεν είναι δυνατόν να περικόπτει έξοδα το κράτος, επιβαρύνοντας τους πολίτες με πολαπλάσια έξοδα των εξοικονομηθέντων.
Είναι κατανοητό ότι ο όγκος εργασιών του Ειρηνοδικείου είναι σχετικά μικρός. Ας εξετάσουμε όμως τι θα εξοικονομήσει το κράτος από τυχόν κλείσιμο του Ειρηνοδικείου Τήνου:
    • το μίσθωμα και τα έξοδα ΔΕΗ, ΟΤΕ. Τα ποσά αυτά μπορούν να εξοικονομηθούν ούτως ή άλλως, χωρίς την κατάργηση του Ειρηνοδικείου Τήνου, με την δωρεάν παραχώρηση οικήματος για τη στέγαση του Ειρηνοδικείου, είτε από το Δήμο Τήνου, είτε από το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας είτε από την Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου. Άρα η περικοπή των εξόδων αυτών μπορεί να γίνει χωρίς να χρειαστεί να κλείσει το Ειρηνοδικείο Τήνου.
    • Δεδομένου ότι δεν υπάρχει Ειρηνοδίκης Τήνου, μισθός Ειρηνοδίκη δεν υπάρχει, άρα με την κατάργηση του Ειρηνοδικείου Τήνου το κράτος δεν εξοικονομεί μισθό Ειρηνοδίκη. Το μόνο που θα εξοικονομηθεί θα είναι ενδεχομένως κάποια εκτός έδρας έξοδα που καταβάλλονται στον Ειρηνοδίκη που έρχεται στην Τήνο για τις δικασίμους, ποσό όμως το οποίο είναι ανάξιο λόγου.
    • η μοναδική γραμματέας του Ειρηνοδικείου Τήνου θα μετατεθεί αναγκαστικά στη Σύρο, οπότε ούτε σε αυτόν τον τομέα θα υπάρξει κάποια εξοικονόμηση πόρων από το κράτος.

Θεωρούμε ότι γίνεται προφανές ότι η τυχόν εξοικονόμηση πόρων του κράτους από το κλείσιμο του Ειρηνοδικείου Τήνου θα είναι μηδαμινή (εφόσον βέβαια παραχωρηθεί δωρεάν οίκημα για τη στέγασή του, το οποίο όμως είναι βέβαιο).
Αντίθετα η επιβάρυνση των πολιτών θα είναι τεράστια. Για μία απλή κατάθεση σε προανάκριση θα πρέπει οι πολίτες να μεταβούν στη Σύρο, να διανυκτερεύσουν εκεί, και να μείνουν μακρυά από τις εργασίες και την οικογένειά τους για 1-2 μέρες. Για τα πταισματοδικεία και τα μονομελή (μεταβατικά) πλημμελειοδικεία που με την αύξηση των αρμοδιοτήτων μπορεί συνολικά να ξεπεράσουν τις χίλιες υποθέσεις το χρόνο από την Τήνο, αν υπολογίσει κανείς μέσο όρο 100 ευρώ το άτομο κόστος διαμονής και μετάβασης στη Σύρο και ότι θα είναι υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν τουλάχιστον δύο άτομα ανά υπόθεση (μάρτυρας και κατηγορούμενος), το κόστος το οποίο θα επιβαρυνθεί η κοινωνία της Τήνου μόνο από αυτές τις υποθέσεις μπορεί να υπολογιστεί ότι θα ξεπερνάει τις 200.000 ευρώ ετησίως, χωρίς να υπολογίζονται οι χαμένες εργατοώρες για τους ανθρώπους που θα αφήνουν τις δουλειές τους για δύο ημέρες για να πάνε στη Σύρο για τις υποθέσεις τους. Πρόχειρα υπολογίζουμε ότι θα χάνονται περισσότερες από 32.000 εργατοώρες (2 ημέρες=16 ώρεςχ2 πολίτεςχ1000 υποθέσεις) ετησίως, υπολογιζόμενες ενδεικτικά με 4 ευρώ την ώρα, η κοινωνία της Τήνου θα υπόκειται σε μία επιπλέον ζημία που θα ανέρχεται σε περίπου 128.000 ευρώ το χρόνο. Προσθέστε σε αυτά και το αντίστοιχο κόστος από τις προανακρίσεις, καθώς και από τις αστικές υποθέσεις, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ λιγότερες, αλλά όμως και για αυτές θα δημιουργηθεί ένα επιπλέον κόστος, το οποίο θα επιβαρυνθούν οι κάτοικοι της Τήνου. Με όλα αυτά υπολογίζεται πρόχειρα ότι το κόστος της κατάργησης του Ειρηνοδικείου για τους πολίτες και την κοινωνία της Τήνου θα ξεπεράσει συνολικά το μισό εκατομμύριο ευρώ (500.000 €) το χρόνο.
Για εμάς τους δικηγόρους με έδρα την Τήνο, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία της Τήνου, το Ειρηνοδικείο Τήνου θα πρέπει να διατηρηθεί. Για τους ίδιους λόγους θα πρέπει να διατηρηθούν τα μεγάλα Ειρηνοδικεία των Κυκλάδων, επειδή δηλαδή η εξοικονόμηση πόρων του κράτους θα είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με το κόστος που θα επιβαρυνθούν οι τοπικές κοινωνίες από την κατάργηση των Ειρηνοδικείων. Ωστόσο αν παρόλα αυτά αποφασίσετε να κλείσετε κάποια από αυτά τα Ειρηνοδικεία, τότε η πρότασή μας είναι στη χειρότερη περίπτωση να συγχωνευθούν τα Ειρηνοδικεία Τήνου, Άνδρου και Μυκόνου σε ένα Ειρηνοδικείο με έδρα την Τήνο.
Τα πλεονεκτήματα της πρότασης αυτής είναι τα εξής:
    • σε συνεργασία με το Δήμο Τήνου και το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας μπορεί να ανευρεθεί οίκημα που θα στεγάσει το Ειρηνοδικείο Τήνου, χωρίς να επιβαρύνεται το Υπουργείο με κανένα μίσθωμα, οπότε θα περικοπούν ήδη με τις δύο αυτές κινήσεις σημαντικά τα έξοδα του Υπουργείου στην περιοχή, αφού θα καταργηθούν δύο Ειρηνοδικεία (Άνδρου και Μυκόνου) και δεν θα καταβάλεται μίσθωμα ούτε για το Ειρηνοδικείο Τήνου.
    • η Τήνος έχει καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Μύκονο και με την Άνδρο τόσο το πρωϊ όσο και το απόγευμα, καθιστώντας εφικτή την διεκπεραίωση εργασιών αυθημερόν χωρίς την ανάγκη διανυκτέρευσης. Επίσης η σύνδεση και των δύο νησιών με την Τήνο είναι πολύ καλύτερη από τη σύνδεση οποιουδήποτε από τα τρία νησιά με τη Σύρο. Είναι δηλαδή βέβαιο ότι τόσο οι κάτοικοι της Μυκόνου, όσο και οι κάτοικοι της Άνδρου αν είχαν επιλογή για την έδρα του Ειρηνοδικείου μεταξύ Τήνου και Σύρου θα επέλεγαν σε κάθε περίπτωση την Τήνο, λόγω των καλύτερων ακτοπλοϊκών συνδέσεων.
    • Το Ειρηνοδικείο αυτό (Άνδρου-Τήνου-Μυκόνου) θα έχει αυτονόητα τον τριπλάσιο όγκο εργασιών του κάθε ξεχωριστού Ειρηνοδικείου, ενώ τα έξοδά του θα είναι περίπου το 1/3 των εξόδων των τριών πρώην Ειρηνοδικείων.
    • Η λύση αυτή θα μπορούσε να προκριθεί έστω μεταβατικά και στη συνέχεια αν το Υπουργείο θεωρεί ότι για κάποιο λόγο τα έξοδα του Ειρηνοδικείου αυτού είναι δυσανάλογα του όγκου εργασιών του, τότε μετά από 2-3 χρόνια θα μπορεί να προβεί στην κατάργηση του Ειρηνοδικείου αυτού και τη συγχώνευσή του στη Σύρο τότε. Εμείς βέβαια από την πλευρά μας θεωρούμε ότι σύμφωνα με τα παραπάνω το Ειρηνοδικείο αυτό και θα έχει αρκετό όγκο εργασιών και τα έξοδα του θα είναι τόσο λίγα που δεν θα δικαιολογείται η κατάργησή του.
Παρότι τα νησιά μας είναι σχετικά μικρές κοινότητες των περίπου 10.000 μόνιμων κατοίκων, είναι γνωστό ότι τους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός των νησιών μας πολλαπλασιάζεται, με αποτέλεσμα να ξεπερνά συνολικά τους 100.000 κατοίκους και για τα 3 νησιά. Μόνο η Τήνος έχει περισσότερες από 1.000.000 αφιξοαναχωρήσεις κάθε χρόνο από το λιμάνι της, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Λιμεναρχείου. Η κοινότητα λοιπόν των τριών νησιών δεν αντιπροσωπεύεται μόνο από τους περίπου 30.000 μόνιμους κατοίκους των τριών νησιών. Το κράτος σύμφωνα και με το Σύνταγμα της Χώρας μας είναι ούτως ή άλλως υποχρεωμένο να δείξει ειδική μέριμνα και φροντίδα για τους κατοίκους των νησιών.
Η κατάργηση του Ειρηνοδικείου Τήνου, όπως αναλύσαμε ανωτέρω θα φέρει μια τεράστια αύξηση του κόστους της δικαιοσύνης για τους κατοίκους του νησιού μας, χωρίς το κράτος να εξοικονομήσει κάποιο ανάλογο, ή έστω κάποιο σημαντικό ποσό από την κατάργηση του Ειρηνοδικείου.
Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι η κατάργηση του Ειρηνοδικείου Τήνου θα ήταν μια κίνηση λανθασμένη, ασύμφορη οικονομικά και για το κράτος και για τους πολίτες, αλλά και μία κίνηση που θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα, από αυτά τα οποία τυχόν θα λύσει.
Παρακαλούμε λοιπόν για τη διατήρηση του Ειρηνοδικείου Τήνου, σύμφωνα με τα παραπάνω.



ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ: Περί δικηγορίας και άλλων δαιμονίων....

ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ: Περί δικηγορίας και άλλων δαιμονίων....: "Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Η φαινομενικά απλή ερώτηση των περισσότερων γονιών αποτελεί και το πρώτο συναπάντημα με την έννοια Δικηγόρ..."

Περί δικηγορίας και άλλων δαιμονίων....




Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Η φαινομενικά απλή ερώτηση των περισσότερων γονιών αποτελεί και το πρώτο συναπάντημα με την έννοια Δικηγόρος και έρχεται πολύς νωρίς, καθώς οι περισσότεροι γονείς θέλουν και κάνουν το παν για να δουν τα παιδιά τους γιατρούς ή δικηγόρους και τα γαλουχούν με τέτοια όνειρα από μικρά.....
Στην απόφαση να ακολουθήσει κανείς το δρόμο της Νομικής Επιστήμης (ο υπογράφων είναι φανατικός θιασώτης της άποψης ότι η Νομική είναι Επιστήμη) συμβάλλουν σίγουρα κάποια τηλεοπτικά πρότυπα, αν και στις μέρες μας είμαι βέβαιος ότι περισσότερο από ποτέ τα παιδιά ονειρεύονται να γίνουν τραγουδιστές, μοντέλα, σεφ, ηθοποιοί και άλλα παρόμοια. Εμείς όμως μεγαλώσαμε με το Matlock και το L.A. Law και είμαι βέβαιος ότι και αυτά έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην επιλογή πολλών από εμάς, τους μετέπειτα δικηγόρους. Βέβαια τόσο η Νομική Σχολή όσο και κυρίως η δικηγορία δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα όνειρα των γονιών ούτε με τα όνειρα των παιδιών.....
Η κοινωνία λοιπόν έχει σχηματίσει κάποιες προκαταλήψεις για τους δικηγόρους. Επειδή οι προκαταλήψεις αυτές αντικατοπτρίζουν το πως βλέπει η ίδια η κοινωνία τους δικηγόρους πιστεύω ότι αξίζει να προσεγγίσουμε κάποιες από αυτές.

Οι δικηγόροι δεν είναι όλοι ψεύτες! Πιστέψτε με, είναι ενοχλητική η συνήθεια πολλών συνανθρώπων μας να αναφέρονται σε μας τους δικηγόρους ως επαγγελματίες ψεύτες ή ως ανθρώπους με “ελαστικές” ηθικές αρχές. Παλαιότερα οι χαρακτηρισμοί αυτοί με έβαζαν σε προβληματισμό. Πιστεύω ότι πολλές φορές οι άνθρωποι παίρνουν τον κακό δρόμο, χωρίς να το συνειδητοποιούν και έτσι προβληματιζόμουν μήπως έχω γίνει ένας επαγγελματίας ψεύτης, χωρίς να το έχω καταλάβει. Ευτυχώς το συμπέρασμα ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν μου έχει συμβεί! Το σκεπτικό μου είναι σύνθετο. Είναι δεδομένο ότι οι πελάτες κάποιες φορές έχουν δίκιο και κάποιες φορές έχουν άδικο. Ο σωστός δικηγόρος θα τους το πεί. Δεν θα τους αρέσει, μπορεί να μην τον πιστέψουν και να πάνε σε άλλο δικηγόρο, αλλά θα το βάλουν στο μυαλό τους. Ο δικηγόρος που θα πει ψέμματα στον πελάτη ότι ο πελάτης έχει δίκιο, ενώ ξέρει ότι έχει άδικο, κατά την ταπεινή μου άποψη δεν είναι δικηγόρος αλλά “κομπογιαννίτης”! Τώρα όταν ο πελάτης έχει δίκιο, πρέπει να βρεθεί ο σωστός και αποτελεσματικός τρόπος να το βρει. Και στη συνέχεια να γίνει προφανές και στους τρίτους που θα κρίνουν το πρόβλημα, δηλαδή στους δικαστές, ότι η δική μας πλευρά έχει δίκιο.
Η μεγαλύτερη δυσκολία, για μένα, στο επάγγελμα του δικηγόρου είναι ότι το αποτέλεσμα της δουλειάς σου εξαρτάται από κάποιους τρίτους, δηλαδή από τους δικαστές οι οποίοι αποφασίζουν πολλές φορές χωρίς να λάβουν υπόψη τους ένα μεγάλο μέρος της εργασίας σου ή επηρρεάζονται από παράγοντες άσχετους με την εργασία σου, ή δεν συμμερίζονται τα νομικά σου επιχειρήματα ή δεν πείθονται από τις αποδείξεις που προσκομίζεις κλπ. Σε μία δίκη δηλαδή που έχεις δίκιο και ο δικηγόρος σου κάνει καλή δουλειά, δεν είναι αυτονόητο ότι θα κερδίσεις!
Τις περισσότερες φορές οι πελάτες αδυνατούν να καταλάβουν ότι και οι αντίπαλοί τους, οι αντίδικοί τους, όπως τους λέμε στα νομικά, πιστεύουν ότι έχουν κι εκείνοι δίκιο. Ακόμα είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι κάποιες φορές μπορεί να έχουν δίκιο και οι δύο πλευρές, σε ένα ποσοστό. Ο δικηγόρος δηλαδή του αντιδίκου δεν λέει απαραίτητα ψέμματα μόνο και μόνο επειδή υποστηρίζει την αντίθετη άποψη από τη δική μας. Κάποια πράγματα δε μας αρέσει να τα ακούμε, κάποια πράγματα δε θέλουμε να τα πιστέψουμε, αλλά στα περισσότερα δικαστήρια η κάθε πλευρά προσέρχεται με τα δικά της επιχειρήματα, με την παρουσίαση της δικής της πλευρά της αλήθειας.
Όπως λοιπόν η αλήθεια στη ζωή δεν είναι μόνο άσπρη, ούτε μόνο μαύρη, έτσι και στα δικαστήρια η αλήθεια κάποιες φορές είναι γκρι και όχι άσπρη ή μαύρη, οπότε δεν είσαι ψεύτης όταν λες ότι σε αυτή την περίπτωση η αλήθεια είναι το γκρι. Και ο αντίδικος δικηγόρος που υποστηρίζει ότι η αλήθεια δεν είναι γκρι αλλά είναι π.χ. άσπρη, μπορεί πραγματικά να το πιστεύει, ή να έχει στοιχεία διαφορετικά από αυτά που έχεις εσύ, ή να το βλέπει από μια διαφορετική οπτική γωνία και άρα και αυτός να μη λέει ψέμματα.
Αντικειμενική αλήθεια υπάρχει σε λίγα πράγματα. Στα περισσότερα θέματα η αλήθεια είναι υποκειμενική και ο δικηγόρος συνήθως θα υποστηρίζει την αλήθεια που πιστεύει. Σπάνια κάποιος καλός δικηγόρος θα λέει ψέμματα. Άλλωστε όταν πιστεύεις ότι κάτι είναι αλήθεια, τότε θα το υπερασπιστείς πολύ καλύτερα, από ό,τι αν δεν το πιστεύεις.
Μπορεί κανείς να συγκρίνει μια δικαστική υπόθεση με ένα γλυπτό. Σε πολλά γλυπτά αν τα δεις από μία μόνο πλευρά, δεν μπορείς να αντιληφθείς τι ακριβώς δείχνουν ή ολόκληρη την ομορφιά τους. Επίσης δεν μπορείς να εκτιμήσεις πλήρως ένα έργο τέχνης όπως ένα γλυπτό ή ένα πίνακα όταν ο φωτισμός είναι κακός ή ακατάλληλος. Ο δικηγόρος μπορεί να βοήθησει το δικαστήριο να έχει πληρέστερη άποψη για ένα θέμα είτε χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο “φωτισμό” είτε τονίζοντας τη διαφορά του θέματος αν το δεις από μια άλλη οπτική γωνία ή από περισσότερες οπτικές γωνίες. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις ο δικηγόρος δεν λέει ψέμματα.
Και στους δικηγόρους όπως και σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες υπάρχουν κακές εξαιρέσεις. Ιδίως στην Αθήνα μεταξύ των περίπου 20.000 δικηγόρων υπάρχουν δικηγόροι επαγγελματίες ψεύτες, κυρίως δικηγόροι που ασχολούνται με εμπόρους ναρκωτικών και κατ' επάγγελμα εγκληματίες. Είναι όμως κατακριτέοι από την πλειονότητα των δικηγόρων, οι οποίοι αρνούνται να αναλάβουν τέτοιες υποθέσεις, εκτός αν ο πελάτης τους θελήσει μια δίκαιη δίκη. Δηλαδή π.χ. ο δολοφόνος δεν αρνείται το φόνο, ούτε τον τρόπο με τον οποίο έγινε, αλλά επιθυμεί να δικαστεί για αυτό που έκανε. Τότε όμως ο δικηγόρος που θα τον αναλάβει δε θα χρειαστεί να πει ψέμματα. Θα προσπαθήσει να έχει ο κατηγορούμενος πελάτης του μια δίκαιη δίκη και να λάβει μια δίκαιη ποινή.
Σε καμία περίπτωση ο δικηγόρος δεν είναι επαγγελματίας ψεύτης. Για να μην φανώ ανακόλουθος, δέχομαι ότι κάποιες φορές οι δικηγόροι κάμπτουν την ερμηνεία των νόμων, ώστε να συμφέρει τους πελάτες τους και κάποιες φορές κάμπτουν και την ίδια την αλήθεια. Η ουσία πάντως είναι ότι μπορεί κάποιος δικηγόρος να είναι καλός στη δουλειά του, χωρίς ποτέ να καταφύγει σε ψέμματα και άρα η προκατάληψη αυτή της κοινωνίας είναι λανθασμένη.

Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι η ανυποληψία και η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία τους δικηγόρους.
Παλιότερα ο δικηγόρος ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο, ιδιαίτερα στις μικρότερες κοινωνίες. Ο Δάσκαλος, ο Αστυνόμος, ο Δήμαρχος, ο Ειρηνοδίκης, ο Συμβολαιογράφος, ο Δικηγόρος, ο Γιατρός, όλα πρόσωπα που απολάμβαναν κοινωνικής καταξίωσης και σεβασμού. Στις μέρες μας η απαξίωση δεν έχει χτυπήσει μόνο την πόρτα των δικηγόρων, αλλά και όλων των υπόλοιπων ίσως μόνο οι συμβολαιογράφοι διατηρούν ακόμα ψήγματα του σεβασμού που απολάμβαναν στο παρελθόν και δεν έχουν περιέλθει σε ανυποληψία, όπως οι υπόλοιπες προαναφερθείσες κοινωνικές ομάδες.
Η ανυποληψία των δικηγόρων και η καχυποψία απέναντί τους σίγουρα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κοινωνικών αλλαγών της τελευταίας πεντηκονταετίας. Οι ίδιοι οι δικηγόροι απαξίωσαν σε μεγάλο βαθμό το λειτούργημα/επάγγελμά τους. Κάποιοι δικηγόροι επέλεξαν το δρόμο του εύκολου χρήματος θυσιάζοντας τα συμφέροντα του πελάτη τους. Κάποιοι δωροκήθηκαν και κάποιοι δωροδόκησαν για να κερδίσουν ή να χάσουν μία υπόθεση. Το συνήθως υψηλό πνευματικό επίπεδο των δικηγόρων κατέστησε κάποιους από αυτούς εγκέφαλους ή σημαντικούς συνεργάτες σε εγκληματικές δραστηριότητες κάθε είδους. Μπορεί τα περιστατικά αυτά να είναι μεμονωμένα, αλλά οδήγησαν τις κοινωνικές αντιλήψεις σε μία βαθιά παρεξήγηση για το δικηγόρο και τον χαρακτήρα του.
Μεταξύ των δικηγόρων λέγεται συνήθως ότι οι πελάτες σέβονται μόνο τον δικηγόρο τον οποίο πληρώνουν αδρά.... Η αλήθεια είναι ότι διαφορετικά αισθάνεται κάποιος όταν μπει σε κάποιο μεγάλο δικηγορικό γραφείο των Αθηνών, όπου ξέρει ότι θα πρέπει να πληρώσει 300-400 ευρώ την ώρα και διαφορετικά όταν μπει σε ένα επαρχιακό γραφείο όπου ξέρει ότι δε χρειάζεται να πληρώσει τίποτα όση ώρα κι αν κάτσει.... Δεν ξέρω ποιο προηγήθηκε, δηλαδή αν προηγήθηκε η έλλειψη σεβασμού προς τους δικηγόρους η οποία έφερε και την διαφορετική οικονομική αντιμετώπιση από τους πελάτες, ή αν όταν μειώθηκαν οι αμοιβές των δικηγόρων (λόγω του υπερπληθωρισμού δικηγόρων) σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, τότε μειώθηκε και ο σεβασμός των πελατών προς τους δικηγόρους.
Προσωπικά θεωρώ ότι ένα ποσοστό της μείωσης της υπόληψης των δικηγόρων οφείλεται και στο γεγονός ότι φέρουν μερίδιο ευθύνης για την κατάντια της χώρας όχι τόσο ως επαγγελματίες, αλλά στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν και αυτοί την εξουσία που τους δόθηκε καταλαμβάνοντας τις περισσότερες πολιτικές και κοινωνικά υπεύθυνες θέσεις ως Δήμαρχοι, Νομάρχες, Βουλευτές, Υπουργοί κ.λπ., ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των σημαντικότερων δημοσιογράφων είναι και αυτοί πρώην δικηγόροι ή νομικοί. Από την άλλη πλευρά κάποιοι άλλοι από τους δικηγόρους όπως και κάποιοι από τους πνευματικούς ανθρώπους φέρουν μερίδιο ευθύνης λόγω της μη ενασχόλησής τους με τα κοινά και της εγκατάλειψης της εξουσίας σε ανθρώπους κατώτερων ικανοτήτων, αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα....
Μια άλλη ευρεία παρεξήγηση για τους δικηγόρους είναι ότι δεν κοιτάνε πάντα το συμφέρον του πελάτη τους, αλλά το προσωπικό τους συμφέρον και έτσι προσπαθούν να δημιουργούν υποθέσεις ή να διαιωνίζουν τις υποθέσεις των πελατών τους και όχι να τις λύνουν. Η δικαστηριακή καθημερινότητα με τις μεγάλες αναβολές, τις απεργίες, την εκδίκαση υποθέσεων μετά από πολλά χρόνια κ.λπ. συμβάλλει και αυτή στον σχηματισμό αυτής της αντίληψης. Είναι δεδομένο ότι οι “μεγαλοδικηγόροι” δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω ότι οποιοσδήποτε καλός δικηγόρος μπορεί να λειτουργήσει έτσι, καθώς μια τέτοια συμπεριφορά θα γίνει γνωστή και θα του στοιχίσει ακριβά. Όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι δικηγόροι. Υπάρχουν και είναι και αρκετοί.
Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω την συμπεριφορά τους. Εγώ ανήκω στους δικηγόρους που μοιράζονται το πρόβλημα του πελάτη τους και συμπάσχουν μαζί του. Ακριβώς το αντίθετο από ότι με συμβούλευε ο δάσκαλός μου, ο Μάκης ο Φρέρης: “Ο καλός δικηγόρος δεν πρέπει να συμπάσχει με τον πελάτη του, αλλά να βλέπει τα προβλήματα των πελατών του με απάθεια, να μην τον αγγίζουν”. Πιστεύω ότι στην Τήνο οι περισσότεροι δικηγόροι είναι έτσι, δηλαδή συμπάσχουν με τους πελάτες τους, πράγμα που φαίνεται από το πάθος με το οποίο τους υπερασπίζονται. Όταν ο πελάτης έχει ένα πρόβλημα οι περισσότεροι δικηγόροι το κάνουν δικό τους και προσπαθούν να το λύσουν, και όταν δεν λύνεται αισθάνονται σα να μη λύθηκε ένα δικό τους πρόβλημα! Πιστεύω λοιπόν ότι οι περισσότεροι δικηγόροι ή τουλάχιστον οι καλοί δικηγόροι φροντίζουν πάντα για το καλό του πελάτη τους, ακόμα και όταν ο πελάτης τους δεν το αντιλαμβάνεται ή δεν το καταλαβαίνει.
Άλλη μια γνωστή παρανόηση είναι ότι οι νόμοι είναι παράλογοι, ή ότι τους νόμους τους φτιάχνουν οι ίδιοι οι δικηγόροι για να βολεύουν τους ίδιους..... Η αλήθεια είναι ότι και εμείς οι δικηγόροι πολλές φορές δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ένα νόμο ή να τον ερμηνεύσουμε σωστά. Αυτό που δεν καταλαβαίνει ένας απλός άνθρωπος είναι ότι οι νόμοι είναι πολυσύνθετα κείμενα, που προσπαθούν σε λίγες λέξεις να συμπεριλάβουν πολλές διαφορετικές περιπτώσεις με τον πιο αποτελεσματικό δυνατό τρόπο. Είναι πρακτικά αδύνατο να θεσπίσουμε νόμους ξεχωριστούς για κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Το υπάρχον σύστημα έχει βέβαια τις αδυναμίες του. Πολλοί νόμοι πρωτοεκδίδονται με προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται με τροποποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές δημιουργούν άλλα προβλήματα (....), ενώ κάποιοι νόμοι παραμένουν ίδιοι ακόμα και μετά από 50-60 χρόνια και ενώ τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι νομοθέτες είναι άνθρωποι και ακόμα και αν κάποιοι νόμοι είναι ατελείς, αυτό δεν σημαίνει ότι έγιναν επίτηδες ατελείς. Οι νόμοι δεν είναι σε καμία περίπτωση παράλογοι, αλλά βασίζονται σε δεδομένα τα οποία δεν είναι πάντα εύκολο να τα συνειδητοποιήσεις. Ο κάθε νομοθέτης έχει στο μυαλό του κάποιες περιπτώσεις τις οποίες προσπαθεί να συμπεριλάβει στο νόμο, αλλά προσπαθεί να διαμορφώσει το κείμενο του νόμου με τέτοιο τρόπο, ώστε ο νόμος να περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά, ακόμα και αυτές τις οποίες ο νομοθέτης δεν μπορεί να σκεφτεί. Σε μία ιδανική κοινωνία θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς νόμους, αφού ο κάθε άνθρωπος θα είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση δικαίου και δε θα “παρανομούσε”, γιατί θα καταλάβαινε από μόνος του, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, χωρίς να χρειαστεί να του το πει κάποιος νομοθέτης ή κάποιος νόμος. Όμως στην κοινωνία μας κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και έτσι εναποθέτουμε κάθε φορά τις ελπίδες μας σε ανθρώπους/νομοθέτες, οι οποίοι πρέπει να έχουν υψηλή συναίσθηση του δικαίου και να μπορούν να την αποδώσουν μέσα από τους νόμους που θεσπίζουν.
Στο εξωτερικό ο δικηγόρος απολαμβάνει σεβασμού ακόμα και στις μέρες μας, πράγμα που αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων και στις αμοιβές του.... Αν εξαιρέσουμε τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να έχει τόσο πολλούς δικηγόρους αναλογικά με τον πληθυσμό της, όσους η Ελλάδα. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, μεταξύ των περίπου 11.000.000 κατοίκων της Ελλάδας υπάρχουν περισσότεροι από 30.000 ενεργοί δικηγόροι (πάνω από 41.000 εγγεγραμμένα μέλη στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανά την Ελλάδα), δηλαδή ένας δικηγόρος ανά 366 κατοίκους! Ενδεικτικά η Γερμανία έχει τη μισή περίπου αναλογία (1/600) και η Γαλλία το ¼, δηλαδή ένας δικηγόρος ανά 1.403 κατοίκους!
Και έτσι ξαναγυρνάμε στην αρχή! Στην Ελλάδα οι γονείς θέλουν να δουν τα παιδιά τους γιατρούς, δικηγόρους ή αντε στη χειρότερη μηχανικούς.... Αν δεν περάσουν στο Πανεπιστήμιο, κανένα πρόβλημα. Ας είναι καλά τα εγχώρια κολλέγια και τα πανεπιστήμια της Ιταλίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας κ.λπ., τα οποία με λιγότερο ή περισσότερο κόπο θα παρέχουν στα παιδιά τους ένα από τα πολυπόθητα πτυχία Νομικής/Ιατρικής/Πολυτεχνείου. Το αποτέλεσμα είναι να παράγονται στρατιές δικηγόρων/γιατρών/μηχανικών οι οποίες αφού απομυζηθούν από τον εκπαιδευτικό χώρο με μεταπτυχιακά, διδακτορικά κλπ, στοιβάζονται στην αναζήτηση εργασίας. Παρότι βρίσκομαι σε μία απόσταση μερικών ετών από κάποιον “φρέσκο” δικηγόρο και έχοντας εργαστεί σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα επί 5-6 μήνες χωρίς καμία αμοιβή, πιστεύω ότι ένας νέος δικηγόρος σήμερα εργάζεται έναντι 600-800 ευρώ το μήνα, σπανιότερα με 800-900 ευρώ και εξαιρετικά σπάνια με μεγαλύτερες αμοιβές. Η κατάσταση αυτή διαρκεί τουλάχιστον 8-10 χρόνια με μικρές αυξήσεις, μέχρι να αισθανθεί ότι μπορεί να πατήσει στα πόδια του, να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να ανοίξει δικό του γραφείο. Πολλές φορές η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και αρκετά χρόνια αργότερα. Δεν είναι λίγοι οι δικηγόροι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη που ακόμα και στα 40 τους χρόνια εργάζονται σε δικηγορικά γραφεία για μισθό μικρότερο ακόμα και από το μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου. Και με εργασιακές συνθήκες δύσκολες: 12+ ώρες εργασίας τη μέρα, 6 μέρες τη βδομάδα, ελάχιστες άδειες κλπ. Αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δικηγόροι δεν είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα. Η απαξίωση του επαγγέλματος/λειτουργήματος του δικηγόρου σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά δικηγόρων έχει κάνει σημαντικά πιο δύσκολη την είσπραξη της οποιασδήποτε αμοιβής.

Θα σκεφτεί κανείς: “Τι μας λες ρε φίλε, θες να λυπηθούμε και τους δικηγόρους τώρα;”, όπως μου είπε ένας γνωστός μου πρόσφατα.... Προσπαθώ να δείξω ότι η κατάσταση σχετικά με τη δικηγορία δεν είναι όπως την φαντάζεται ο πολύς κόσμος. Οι δικηγόροι δεν είναι όλοι πλούσιοι. Και αυτή είναι η τελευταία παρανόηση/προκατάληψη της κοινωνίας για τους δικηγόρους, ότι δηλαδή είναι όλοι πλούσιοι. Πιστεύω ότι ένα ποσοστό 10-20% των δικηγόρων είναι πραγματικά πλούσιοι. Από κει και πέρα ένα ποσοστό 30-40% ανήκουν στη μεσαία τάξη, ένα ποσοστό 20% ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά επίπεδα της μεσαίας τάξης και ένα ποσοστό 20% ανήκουν στα χαμηλά εισοδήματα, ενώ αυτονόητα οι ηλικίες είναι ανάλογες με τα εισοδήματα: πιο χαμηλά εισοδήματα σε μικρότερες ηλικίες, πιο ψηλά εισοδήματα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Το συμπέρασμα για μένα είναι ότι δεν έχω μετανιώσει για την απόφασή μου να ακολουθήσω τη δικηγορία και ιδιαίτερα τη δικηγορία στην επαρχία, παρά τις δυσκολίες, παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και παρότι οι αποφάσεις μου αυτές έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς. Ωστόσο θεωρώ ότι είναι σημαντικό ως γονείς να καταλάβουμε ότι δεν είναι αναγκαίο όλα τα παιδιά να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι, ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι ντροπή να γίνουν τα παιδιά μας εργάτες και ότι μπορεί αν τα αφήσουμε πιο ελεύθερα να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν, μπορεί τότε να είναι πιο ευτυχισμένα με τις επιλογές τους, αλλά και τελικά να καταφέρουν μεγαλύτερη οικονομική και επαγγελματική επιτυχία από ότι αν είχαν γίνει με το ζόρι γιατροί ή δικηγόροι.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Δήλωση Φόρου Κληρονομιάς και Πιστοποιητικό Εγγυτέρων για Αλλοδαπούς


Επειδή φαντάζομαι ότι μπορεί και άλλοι συνάδελφοι δικηγόροι, ή απελπισμένοι πολίτες μπορεί να αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα, αναλύω λίγο το θέμα και παραθέτω τη λύση του:
Δυστυχώς πολλά ξένα κράτη δεν διατηρούν οικογενειακά αρχεία και έτσι δεν εκδίδουν πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης (πχ Μεγάλη Βρεττανία). Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν αποβιώσει αλλοδαπός με περιουσία στην Ελλάδα, οι κληρονόμοι θα δυσκολευτούν να προχωρήσουν στην διαδικασία της κληρονομιάς, αφού παντού, από εφορία μέχρι τράπεζες, όλοι ζητάνε πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών. Η "εύκολη" λύση είναι η έκδοση κληρονομητηρίου, ωστόσο η διαδικασία αυτή διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει σημαντικό κόστος. Βέβαια από νομικής άποψης πολλές φορές το κληρονομητήριο είναι σημαντικό να εκδοθεί ούτως ή άλλως για την κατοχύρωση/προστασία μελλοντικών αγοραστών.
Τελικά μετά από αρκετή έρευνα και αρκετές προσπάθειες, η λύση είναι η εξής:
Με την ΥπΑπ 15743/2007 (ΦΕΚ Β1064/2007) με τίτλο Κατάργηση της υποβολής εκθέσεως ενόρκου βεβαιώσεως ως δικαιολογητικού για την έκδοση πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών από τις οικείες υπηρεσίες των Δήμων και Κοινοτήτων και αντικατάστασή της από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, όπως ισχύει. θεωρήθηκε ότ καταργήθηκε γενικά η δυνατότητα σύνταξης ένορκης βεβαίωσης που να βεβαιώνει τους πλησιέστερους συγγενείς.
Στην υπ'αριθμ 6/2006 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, προβλέπεται ρητά ότι επιτρέπεται η σύνταξη ενόρκου βεβαιώσεως για την απόδειξη ύπαρξης εγγυτέρων συγγενώνπρος εξεύρεση του φόρου κληρονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 67 ΝΔ 118/1973 και την ΑΥΟΙΚ 13061/22-10-73 (σελ 6 της γνωμοδότησης).
Μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρω την εν λόγω ΑΥΟΙΚ, τελικά τη βρήκα στο Ραπτάρχη (όπου αναφέρεται και το ΦΕΚ Β΄ 1267/1973) και πράγματι στο άρθρο 2 παρ. 17 γ. προβλέπεται ότι μεταξύ των απαιτούμενων δικαιολογητικών για δήλωση φόρου κληρονομιάς περιλαμβάνεται: κληρονομητήριον ή πιστοποιητικόν της αρμοδίας δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής ή, εν περιπτώσει αδυναμίας εκδόσεως τούτου, ένορκος βεβαίωσις δύο μαρτύρων περί του είδους και του βαθμού της συγγενείας προς τον κληρονομούμενον,
Κατά συνέπεια των ανωτέρω, όταν είναι αδύνατο να εκδοθεί πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, δηλαδή όταν αλλοδαπός είτε δεν διέμενε στην Ελλάδα, είτε διέμενε στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν δημότης κάποιου Δήμου, τότε επιτρέπεται να συνταχθεί ένορκη βεβαίωση, όπου θα βεβαιώνεται ο βαθμός συγγένειας του κληρονομούμενου με τον κληρονόμο και η ένορκη αυτή επαρκεί για την κατάθεση δήλωσης φόρου κληρονομιάς στην εφορία.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Δικαστική απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου για διατροφή

1. Αρμοδιότητα κατά τόπο
Αρμόδιο δικαστήριο για την επιδίκαση διατροφής είναι σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία και στη νομολογία το δικαστήριο της κατοικίας του υποχρέου,  σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚπολΔ (Κ. Παπαδόπουλος, “Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου” τόμος Α, έκδοση 2001, σελ 312 και υποσημείωση 900, με περαιτέρω παραπομπή σε θεωρία και νομολογία, αντίθετη άποψη Κεραμέας “Ερμηνεία ΚπολΔ”). Η άποψη του γράφοντος είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον υπόχρεο να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του σε ένα αλλοδαπό δικαστήριο, ακόμα και αν κληθεί να παρασταθεί. Τα έξοδα μιας τέτοιας ενέργειας είναι υπέρογκα, ενώ είναι πολύ δύσκολη και η μετάβαση οποιουδήποτε μάρτυρα στο εξωτερικό, καθιστώντας ιδιαίτερα δυσχερή τη θέση του υπόχρεου διατροφής. Εξίσου σημαντικό είναι, ότι παρότι σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις η διεύθυνση κατοικίας του υπόχρεου είναι γνωστή, παρόλα αυτά δεν καλείται να παρασταθεί στο αλλοδαπό δικαστήριο, ούτε του επιδίδεται η αγωγή διατροφής. Συνήθως κοινοποιείται η  απόφαση σε μετάφραση. Έτσι όμως στερείται του δικαιώματός του να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκθέσει τις απόψεις  του στο δικαστήριο, κατά παράβαση κάθε σχετικής διεθνούς συνθήκης, έστω και αν πρακτικά η παράσταση στο εξωτερικό είναι δύσκολη έως αδύνατη για την πλειοψηφία των πολιτών.
Κατά συνέπεια των ανωτέρω η απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια στην Ελλάδα, καθώς το δικαστήριο αυτό είναι αναρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση της υπόθεσης της διατροφής.

2. Το εφαρμοστέο δίκαιο
Ακόμα και αν δεχθούμε την άποψη της μειοψηφίας (Κεραμέας και παλαιότερη νομολογία), ότι δηλαδή η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 33 ΚπολΔ , τότε θα είναι κατά τόπο αρμόδιο το αλλοδαπό Δικαστήριο, ωστόσο θα έπρεπε να εφαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 18 ΑΚ: οι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνου ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους, 2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους, 3. από το δίκαιο της ιθαγένειας του τέκνου. Στον όρο "σχέσεις γονέων και τέκνων" περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου και η υποχρέωση διατροφής. Όταν τελευταία κοινή διαμονή του υπόχρεου με το τέκνο ήταν στην Ελλάδα, όπου και γεννήθηκε το τέκνο και έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, τότε σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο.


3. Το δεδικασμένο από αλλοδαπή απόφαση
Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 323 ΚπολΔ απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα υπό προϋποθέσεις ,δηλαδή όπως προανέφερα η υπόθεση δεν υπαγόταν στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αυστρίας, σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚπολΔ και επίσης εγώ ως διάδικος που ηττήθηκα, στερήθηκα του δικαιώματος υπεράσπισης και γενικότερα συμμετοχής στη δίκη. Κατά συνέπεια η απόφαση αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 323 ΚπολΔ.

4. Η ποινική δίωξη

Το άρθρο 358ΠΚ προϋποθέτει η υποχρέωση διατροφής να έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση ωστόσο των αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν δεν έχουν ισχύ δεδικασμένου στην Ελλάδα, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω.
Ακόμα και αν δεχθούμε την άποψη Κεραμέα για εφαρμογή του άρθρου 33 ΚπολΔ, σύμφωνα με την Γνωμ ΕισΑΠ 6/1990 για την εφαρμογή του άρθρου 358ΠΚ προϋποτίθεται η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα: “στην περίπτωση όμως υπάρξεως αποφάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου, για να έχει εφαρμογή το άρθρ. 358 ΠΚ, θα πρέπει η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα κατά το άρθρο 905 (σε συνδυασμό με το άρθρο 323 αριθ. 2 έως 5) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (πρβλ. Μπουροπούλου, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα υπ`αριθ. 358, σημ. 6, σελ. 643). Ωστόσο όταν οι αποφάσεις αυτές δεν  κηρύσσονται εκτελεστές στην Ελλάδα με τη διαδικασία του άρθρου 905ΚΠολΔΔ, τότε δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του υποχρέου στην Ελλάδα για την υπόθεση αυτή.

5. Ο τόπος τελεσης του αδικήματος
Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, σχετικά με τον τόπο τέλεσης του αδικήματος: Το κατ`άρθρ. 358 του Ποινικού Κώδικα έγκλημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή ανήκει στα καλούμενα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως (πρβλ. ΑΠ 998/1981, ΠοινΧρ ΛΒ, 283, Μπουροπούλου, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, υπ`αριθ. 358, σελ. 642, Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, έκδοση υπό Κ. Σταμάτη, σελ. 161 και 163) και όχι στα κατ`άρθρ. 15 του Ποινικού Κώδικα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα (όπως είχε δεχθεί παλαιότερα η ΑΠ 134/1955, ΠοινΧρον Ε, 349, επικρινόμενη από τον Μπουρόπουλο, ο.π., υπ`άρθρ. 358 ΠΚ έγκλημα είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, ως τόπος εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού θεωρείται, κατ`άρθρ. 16 του Ποινικού Κώδικα, ο τόπος, στον οποίο ο υπαίτιος όφειλε να επιχειρήσει την ενέργεια που παρέλειψε (Χωραφά, ο.π., σελ. 420) και ειδικότερα ο τόπος στον οποίο ο δράστης όφειλε να καταβάλει τη διατροφή ή στον οποίο κατοικεί ή διαμένει ο δικαιούχος (Μπουρόπουλος, ο.π., υπ`αριθ. 358, σημ. 3, πρβλ. και την ΑΠ 134/1955, ΠοινΧρ Ε, 350, εκκινούσα από την αποκρουόμενη εδώ άποψη του χαρακτήρα του εγκλήματος ως εγκλήματος δια παραλείψεως τελουμένου και δεχομένη ότι τόπος τελέσεως του εγκλήματος είναι ο τόπος της περιελεύσεως του δικαιούχου σε στερήσεις ή του εξαναγκασμού του να δεχθεί τη βοήθεια άλλων).
3. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω παρέπεται ότι η νομική υπηρεσία, στην οποία έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα και η ευθύνη της διενέργειας όλων των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του ΝΔ/τος 4421/1964 <<περί κυρώσεως της υπογραφείσης υπό της Ελλάδος την 20ήν Ιουνίου 1956 πολυμερούς Συμβάσεως περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν>>, μπορεί, ενόψει του ότι το κατ`άρθρο 358 του ΠΚ έγκλημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή διώκεται εξ επαγγέλματος (και όχι κατ`έγκληση, εξαιρέσει των παρακάτω στο στοιχείο γ περιπτώσεων), να ζητήσει από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικώς να ασκήσει ποινική δίωξη, υπό τον όρο ότι θα συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η τυχόν υπάρχουσα αλλοδαπή δικαστική απόφαση για διατροφή εκ του νόμου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα (κατά τα ως άνω στον αριθμό 1 εκτεθέντα). β) Ο τόπος τελέσεως του εγκλήματος (κατά τα ως άνω στον αριθμό 2 εκτεθέντα) να κείται εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας. γ) Αν το έγκλημα τελέσθηκε στην αλλοδαπή θα πρέπει για να ασκηθεί ποινική δίωξη, να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του ΠΚ (αν δράστης του εγκλήματος είναι ημεδαπός) ή του άρθρου 7 του ΠΚ (αν δράστης του εγκλήματος είναι αλλοδαπός).
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 6 παρ. 3ΠΚ, για τα πλημμελήματα που τελέστηκαν από ημεδαπό στην αλλοδαπή, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης, 

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Θέματα εκμισθώσεων ΝΠΔΔ

1. Το ΠΔ 34/1995 και το ΠΔ 715/1979
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία και στη νομολογία οι διατάξεις του ν. 813/78 και του ΠΔ 34/1995 "περί εμπορικών μισθώσεων", εφαρμόζονται και στις μισθώσεις ακινήτων, οι οποίες καταρτίζονται με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως εκμισθωτή, με την προϋπόθεση ότι εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού, διότι ο ν 813/1978 αρχικά και στη συνέχεια το ΠΔ 34/1995 σε σχέση προς τις προστατευόμενες μισθώσεις επαγγελματικής στέγης, περιέχουν ειδική ρύθμιση, που κατισχύει των διατάξεων του π.δ. 715/79 (ΑΠ 553/95 ΕλλΔνη 37 306). Συνεπώς και για τις μισθώσεις αυτές, ισχύουν οι διατάξεις του ν. 813/78 και του ΠΔ 34/1995 που προβλέπουν την αυτοδίκαιη παράταση της διάρκειας της μίσθωσης (ΑΠ 480/92 ΕλλΔνη 34 1081, ΕφΑΘ 3931/01 ΕλλΔνη 42 1409). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί εκ των προτέρων ότι οι διατάξεις του ν. 715/1979 κατισχύουν του ΠΔ 34/1995 σε διαδικαστικά θέματα, όπως ο τρόπος καταρτίσεως συμβάσεως, η διαδικασία, οι παρατάσεις κλπ, (βλ ΓνΝΣΚ 286/2007, 344/1993 κλπ).

2. Παρατάσεις διάρκειας μίσθωσης-σιωπηρή αναμίσθωση
Στο Π.Δ. 715/79 (Α` 212) "περί του τρόπου ενεργείας υπό των Ν.Π.Δ.Δ., προμηθειών, μισθώσεων, εκμισθώσεων" και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 “Τα εις τα Ν.Π.Δ.Δ. ανήκοντα και εν γένει υπ' αυτών διαχειριζόμενα ακίνητα εκμισθούνται δια δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού”. Σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 η μίσθωση που συνάπτει ΝΠΔΔ πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικός, η δε μη τήρησή του καθιστά τη σύμβαση άκυρη (ΑΠ 1042/1995 ΕλΔ 37, 1600, Κατρά, ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ Μισθώσεως και Οροφοκτησίας, έκδοση Β`, παρ. 18 Ε1, σελ. 91). Ο έγγραφος τύπος πρέπει να τηρείται και στις παρατάσεις ή ανανεώσεις των μισθώσεων του ΝΠΔΔ είτε αυτό είναι εκμισθωτής είτε μισθωτής (Κατρά, ό.π., παρ. 16, σελ. 86 και παρ. 18 Ε2, σελ. 91 και την εκεί παραπομπή σε ΝΣΚ 705/1998 ΕΔΠ 1998 σελ. 35).
Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 του ίδιου νόμου δεν επιτρέπεται σιωπηρή αναμίσθωση (βλ και ΑΠ 498/2006). Κατά συνέπεια η μίσθωση ακινήτου ιδιοκτησίας ΝΠΔΔ, δεν μπορεί να καταστεί αορίστου χρόνου, ανανεούμενη σιωπηρά, αλλά λήγει το δίχως άλλο κατά τη λήξη της συμβατικής ή της νόμιμης διάρκειάς της.
Από το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 5 του ΠΔ 34/1995 προκύπτει ότι η μίσθωση ισχύει για δώδεκα χρόνια, ακόμη κι αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο (σύμφωνα με τον ν. 813/1978 ήταν 6 έτη ενώ με τον ν. 2235/1994 είχε αυξηθεί σε 9 έτη). Από τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 58 του ΠΔ 34/1995 προκύπτει ότι παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι 31/8/1997 όσες μισθώσεις (παραταθείσες αναγκαστικά και με προηγούμενους νόμους) δεν είχαν συμπληρώσει τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης τους μέχρι την 1/5/1992 (30, 20 και 12 έτη), ενώ από το άρθρο 7 και 15 του Ν.2741/28-9-1999 που αντικατέστησε το άρθρο 61 του άνω διατάγματος προβλέπεται, εκτός των άλλων, ότι, αν δεν ασκηθεί αγωγή για απόδοση του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, εντός εννέα μηνών, η μίσθωση θεωρείται παραταθείσα για τέσσερα έτη από την άνω λήξη της και δεν οφείλεται πλέον αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία του μισθίου. Στις παλαιές μισθώσεις που έληξαν πριν από τη δημοσίευση του Ν.2741/28-4-1999, η άνω προθεσμία των εννέα μηνών άσκησης της αγωγής για απόδοση του μισθίου υπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού. Η δε έναρξη της τετραετίας κατά την οποία παρατείνεται η σύμβαση μίσθωσης αρχίζει από τότε που αυτή αναγκαστικά έληγε με την συμπλήρωση 30ετίας ή 20ετίας ή 12ετίας.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 47 ν 715/1979 “Ο μισθωτής υποχρεούται άμα τη καθ' οιονδήποτε τρόπον λήξει της συμβάσεως εκμισθώσεως, όπως αποδώση το μίσθιον εις Επιτροπήν Παραλαβής συγκροτουμένην δι' αποφάσεως του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου Εις περίπτωσιν μη εγκαίρου παραδόσεως ο μισθωτής υπόκειται εις έξωσιν κατά τας διατάξεις του ισχύοντος Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.”
Κατά συνέπεια των ανωτέρω επί συμβάσεως μισθώσεως με εκμισθωτή ΝΠΔΔ, εάν μετά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής παραμένει στο μίσθιο, το ΝΠΔΔ-εκμισθωτής μπορεί να ζητήσει την απόδοση του μισθίου ακινήτου του λόγω λήξης της μίσθωσης κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 599 ΑΚ (πρβλ. και ΕφΑθ 11439/1991 ΕλΔ 34. 11 01).
Τυχόν παράταση της μίσθωσης, συντελεσθείσα χωρίς πλειοδοτικό διαγωνισμό, είναι αυτοδικαίως άκυρη, ελλείψει ουσιώδους τύπου διαδικασίας, αποτελώντας συμφωνία κατά παράβαση των διατάξεων περί διαγωνισμού,  (βλ. και γνωμοδοτήσεις Ν.Σ.Κ. 389/96, 680/96 και 705/1998), ενώ επισημαίνεται εκ νέου ότι οι διατάξεις του ν 715/1979 κατισχύουν του ΠΔ 34/1995 σε διαδικαστικά θέματα, όπως αυτά της διαδικασίας για την παράταση της μίσθωσης (βλ ανωτέρω γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 286/2007, 344/1993 κλπ).

3. ΥΠΕΚΜΙΣΘΩΣΗ-ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 47 ν.715/1979 η υπεκμίσθωση επιτρέπεται μόνο με την έγγραφη συγκατάθεση του ΝΠΔΔ. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο νόμο σε δυνατότητα μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης, η οποία ως εκ τούτου απαγορεύεται. Σημειωτέον επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 εδ.α΄ του ΠΔ 34/1995 απαγορεύεται η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο. Στην περίπτωση που η απαγόρευση αυτή έχει αρθεί συμβατικά η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης έχει τις εξής προϋποθέσεις: α) έγκυρη και ενεργή μίσθωση και 
β) Έγκυρη σύμβαση εκχώρησης και στερητικής αναδοχής χρέους (Αρχανιωτάκης “Η επαγγελματική μίσθωση” Τ. Ι, σελ 247 επ). Απαιτείται δηλαδή η σύναψη δύο συμβάσεων με υποχρεωτική την υπογραφή τουλάχιστον της μίας εξ αυτών από τον εκμισθωτή, κ