Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Δήλωση Φόρου Κληρονομιάς και Πιστοποιητικό Εγγυτέρων για Αλλοδαπούς


Επειδή φαντάζομαι ότι μπορεί και άλλοι συνάδελφοι δικηγόροι, ή απελπισμένοι πολίτες μπορεί να αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα, αναλύω λίγο το θέμα και παραθέτω τη λύση του:
Δυστυχώς πολλά ξένα κράτη δεν διατηρούν οικογενειακά αρχεία και έτσι δεν εκδίδουν πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης (πχ Μεγάλη Βρεττανία). Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν αποβιώσει αλλοδαπός με περιουσία στην Ελλάδα, οι κληρονόμοι θα δυσκολευτούν να προχωρήσουν στην διαδικασία της κληρονομιάς, αφού παντού, από εφορία μέχρι τράπεζες, όλοι ζητάνε πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών. Η "εύκολη" λύση είναι η έκδοση κληρονομητηρίου, ωστόσο η διαδικασία αυτή διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει σημαντικό κόστος. Βέβαια από νομικής άποψης πολλές φορές το κληρονομητήριο είναι σημαντικό να εκδοθεί ούτως ή άλλως για την κατοχύρωση/προστασία μελλοντικών αγοραστών.
Τελικά μετά από αρκετή έρευνα και αρκετές προσπάθειες, η λύση είναι η εξής:
Με την ΥπΑπ 15743/2007 (ΦΕΚ Β1064/2007) με τίτλο Κατάργηση της υποβολής εκθέσεως ενόρκου βεβαιώσεως ως δικαιολογητικού για την έκδοση πιστοποιητικού πλησιεστέρων συγγενών από τις οικείες υπηρεσίες των Δήμων και Κοινοτήτων και αντικατάστασή της από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, όπως ισχύει. θεωρήθηκε ότ καταργήθηκε γενικά η δυνατότητα σύνταξης ένορκης βεβαίωσης που να βεβαιώνει τους πλησιέστερους συγγενείς.
Στην υπ'αριθμ 6/2006 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, προβλέπεται ρητά ότι επιτρέπεται η σύνταξη ενόρκου βεβαιώσεως για την απόδειξη ύπαρξης εγγυτέρων συγγενώνπρος εξεύρεση του φόρου κληρονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 67 ΝΔ 118/1973 και την ΑΥΟΙΚ 13061/22-10-73 (σελ 6 της γνωμοδότησης).
Μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρω την εν λόγω ΑΥΟΙΚ, τελικά τη βρήκα στο Ραπτάρχη (όπου αναφέρεται και το ΦΕΚ Β΄ 1267/1973) και πράγματι στο άρθρο 2 παρ. 17 γ. προβλέπεται ότι μεταξύ των απαιτούμενων δικαιολογητικών για δήλωση φόρου κληρονομιάς περιλαμβάνεται: κληρονομητήριον ή πιστοποιητικόν της αρμοδίας δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής ή, εν περιπτώσει αδυναμίας εκδόσεως τούτου, ένορκος βεβαίωσις δύο μαρτύρων περί του είδους και του βαθμού της συγγενείας προς τον κληρονομούμενον,
Κατά συνέπεια των ανωτέρω, όταν είναι αδύνατο να εκδοθεί πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, δηλαδή όταν αλλοδαπός είτε δεν διέμενε στην Ελλάδα, είτε διέμενε στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν δημότης κάποιου Δήμου, τότε επιτρέπεται να συνταχθεί ένορκη βεβαίωση, όπου θα βεβαιώνεται ο βαθμός συγγένειας του κληρονομούμενου με τον κληρονόμο και η ένορκη αυτή επαρκεί για την κατάθεση δήλωσης φόρου κληρονομιάς στην εφορία.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Δικαστική απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου για διατροφή

1. Αρμοδιότητα κατά τόπο
Αρμόδιο δικαστήριο για την επιδίκαση διατροφής είναι σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία και στη νομολογία το δικαστήριο της κατοικίας του υποχρέου,  σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚπολΔ (Κ. Παπαδόπουλος, “Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου” τόμος Α, έκδοση 2001, σελ 312 και υποσημείωση 900, με περαιτέρω παραπομπή σε θεωρία και νομολογία, αντίθετη άποψη Κεραμέας “Ερμηνεία ΚπολΔ”). Η άποψη του γράφοντος είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον υπόχρεο να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του σε ένα αλλοδαπό δικαστήριο, ακόμα και αν κληθεί να παρασταθεί. Τα έξοδα μιας τέτοιας ενέργειας είναι υπέρογκα, ενώ είναι πολύ δύσκολη και η μετάβαση οποιουδήποτε μάρτυρα στο εξωτερικό, καθιστώντας ιδιαίτερα δυσχερή τη θέση του υπόχρεου διατροφής. Εξίσου σημαντικό είναι, ότι παρότι σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις η διεύθυνση κατοικίας του υπόχρεου είναι γνωστή, παρόλα αυτά δεν καλείται να παρασταθεί στο αλλοδαπό δικαστήριο, ούτε του επιδίδεται η αγωγή διατροφής. Συνήθως κοινοποιείται η  απόφαση σε μετάφραση. Έτσι όμως στερείται του δικαιώματός του να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκθέσει τις απόψεις  του στο δικαστήριο, κατά παράβαση κάθε σχετικής διεθνούς συνθήκης, έστω και αν πρακτικά η παράσταση στο εξωτερικό είναι δύσκολη έως αδύνατη για την πλειοψηφία των πολιτών.
Κατά συνέπεια των ανωτέρω η απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια στην Ελλάδα, καθώς το δικαστήριο αυτό είναι αναρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση της υπόθεσης της διατροφής.

2. Το εφαρμοστέο δίκαιο
Ακόμα και αν δεχθούμε την άποψη της μειοψηφίας (Κεραμέας και παλαιότερη νομολογία), ότι δηλαδή η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 33 ΚπολΔ , τότε θα είναι κατά τόπο αρμόδιο το αλλοδαπό Δικαστήριο, ωστόσο θα έπρεπε να εφαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 18 ΑΚ: οι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνου ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους, 2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους, 3. από το δίκαιο της ιθαγένειας του τέκνου. Στον όρο "σχέσεις γονέων και τέκνων" περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου και η υποχρέωση διατροφής. Όταν τελευταία κοινή διαμονή του υπόχρεου με το τέκνο ήταν στην Ελλάδα, όπου και γεννήθηκε το τέκνο και έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, τότε σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο.


3. Το δεδικασμένο από αλλοδαπή απόφαση
Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 323 ΚπολΔ απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα υπό προϋποθέσεις ,δηλαδή όπως προανέφερα η υπόθεση δεν υπαγόταν στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αυστρίας, σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚπολΔ και επίσης εγώ ως διάδικος που ηττήθηκα, στερήθηκα του δικαιώματος υπεράσπισης και γενικότερα συμμετοχής στη δίκη. Κατά συνέπεια η απόφαση αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 323 ΚπολΔ.

4. Η ποινική δίωξη

Το άρθρο 358ΠΚ προϋποθέτει η υποχρέωση διατροφής να έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση ωστόσο των αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν δεν έχουν ισχύ δεδικασμένου στην Ελλάδα, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω.
Ακόμα και αν δεχθούμε την άποψη Κεραμέα για εφαρμογή του άρθρου 33 ΚπολΔ, σύμφωνα με την Γνωμ ΕισΑΠ 6/1990 για την εφαρμογή του άρθρου 358ΠΚ προϋποτίθεται η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα: “στην περίπτωση όμως υπάρξεως αποφάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου, για να έχει εφαρμογή το άρθρ. 358 ΠΚ, θα πρέπει η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα κατά το άρθρο 905 (σε συνδυασμό με το άρθρο 323 αριθ. 2 έως 5) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (πρβλ. Μπουροπούλου, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα υπ`αριθ. 358, σημ. 6, σελ. 643). Ωστόσο όταν οι αποφάσεις αυτές δεν  κηρύσσονται εκτελεστές στην Ελλάδα με τη διαδικασία του άρθρου 905ΚΠολΔΔ, τότε δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του υποχρέου στην Ελλάδα για την υπόθεση αυτή.

5. Ο τόπος τελεσης του αδικήματος
Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, σχετικά με τον τόπο τέλεσης του αδικήματος: Το κατ`άρθρ. 358 του Ποινικού Κώδικα έγκλημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή ανήκει στα καλούμενα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως (πρβλ. ΑΠ 998/1981, ΠοινΧρ ΛΒ, 283, Μπουροπούλου, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, υπ`αριθ. 358, σελ. 642, Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, έκδοση υπό Κ. Σταμάτη, σελ. 161 και 163) και όχι στα κατ`άρθρ. 15 του Ποινικού Κώδικα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα (όπως είχε δεχθεί παλαιότερα η ΑΠ 134/1955, ΠοινΧρον Ε, 349, επικρινόμενη από τον Μπουρόπουλο, ο.π., υπ`άρθρ. 358 ΠΚ έγκλημα είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, ως τόπος εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού θεωρείται, κατ`άρθρ. 16 του Ποινικού Κώδικα, ο τόπος, στον οποίο ο υπαίτιος όφειλε να επιχειρήσει την ενέργεια που παρέλειψε (Χωραφά, ο.π., σελ. 420) και ειδικότερα ο τόπος στον οποίο ο δράστης όφειλε να καταβάλει τη διατροφή ή στον οποίο κατοικεί ή διαμένει ο δικαιούχος (Μπουρόπουλος, ο.π., υπ`αριθ. 358, σημ. 3, πρβλ. και την ΑΠ 134/1955, ΠοινΧρ Ε, 350, εκκινούσα από την αποκρουόμενη εδώ άποψη του χαρακτήρα του εγκλήματος ως εγκλήματος δια παραλείψεως τελουμένου και δεχομένη ότι τόπος τελέσεως του εγκλήματος είναι ο τόπος της περιελεύσεως του δικαιούχου σε στερήσεις ή του εξαναγκασμού του να δεχθεί τη βοήθεια άλλων).
3. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω παρέπεται ότι η νομική υπηρεσία, στην οποία έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα και η ευθύνη της διενέργειας όλων των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του ΝΔ/τος 4421/1964 <<περί κυρώσεως της υπογραφείσης υπό της Ελλάδος την 20ήν Ιουνίου 1956 πολυμερούς Συμβάσεως περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν>>, μπορεί, ενόψει του ότι το κατ`άρθρο 358 του ΠΚ έγκλημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή διώκεται εξ επαγγέλματος (και όχι κατ`έγκληση, εξαιρέσει των παρακάτω στο στοιχείο γ περιπτώσεων), να ζητήσει από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικώς να ασκήσει ποινική δίωξη, υπό τον όρο ότι θα συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η τυχόν υπάρχουσα αλλοδαπή δικαστική απόφαση για διατροφή εκ του νόμου να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα (κατά τα ως άνω στον αριθμό 1 εκτεθέντα). β) Ο τόπος τελέσεως του εγκλήματος (κατά τα ως άνω στον αριθμό 2 εκτεθέντα) να κείται εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας. γ) Αν το έγκλημα τελέσθηκε στην αλλοδαπή θα πρέπει για να ασκηθεί ποινική δίωξη, να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του ΠΚ (αν δράστης του εγκλήματος είναι ημεδαπός) ή του άρθρου 7 του ΠΚ (αν δράστης του εγκλήματος είναι αλλοδαπός).
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 6 παρ. 3ΠΚ, για τα πλημμελήματα που τελέστηκαν από ημεδαπό στην αλλοδαπή, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης, 

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Θέματα εκμισθώσεων ΝΠΔΔ

1. Το ΠΔ 34/1995 και το ΠΔ 715/1979
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία και στη νομολογία οι διατάξεις του ν. 813/78 και του ΠΔ 34/1995 "περί εμπορικών μισθώσεων", εφαρμόζονται και στις μισθώσεις ακινήτων, οι οποίες καταρτίζονται με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως εκμισθωτή, με την προϋπόθεση ότι εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού, διότι ο ν 813/1978 αρχικά και στη συνέχεια το ΠΔ 34/1995 σε σχέση προς τις προστατευόμενες μισθώσεις επαγγελματικής στέγης, περιέχουν ειδική ρύθμιση, που κατισχύει των διατάξεων του π.δ. 715/79 (ΑΠ 553/95 ΕλλΔνη 37 306). Συνεπώς και για τις μισθώσεις αυτές, ισχύουν οι διατάξεις του ν. 813/78 και του ΠΔ 34/1995 που προβλέπουν την αυτοδίκαιη παράταση της διάρκειας της μίσθωσης (ΑΠ 480/92 ΕλλΔνη 34 1081, ΕφΑΘ 3931/01 ΕλλΔνη 42 1409). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί εκ των προτέρων ότι οι διατάξεις του ν. 715/1979 κατισχύουν του ΠΔ 34/1995 σε διαδικαστικά θέματα, όπως ο τρόπος καταρτίσεως συμβάσεως, η διαδικασία, οι παρατάσεις κλπ, (βλ ΓνΝΣΚ 286/2007, 344/1993 κλπ).

2. Παρατάσεις διάρκειας μίσθωσης-σιωπηρή αναμίσθωση
Στο Π.Δ. 715/79 (Α` 212) "περί του τρόπου ενεργείας υπό των Ν.Π.Δ.Δ., προμηθειών, μισθώσεων, εκμισθώσεων" και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 “Τα εις τα Ν.Π.Δ.Δ. ανήκοντα και εν γένει υπ' αυτών διαχειριζόμενα ακίνητα εκμισθούνται δια δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού”. Σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 η μίσθωση που συνάπτει ΝΠΔΔ πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικός, η δε μη τήρησή του καθιστά τη σύμβαση άκυρη (ΑΠ 1042/1995 ΕλΔ 37, 1600, Κατρά, ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ Μισθώσεως και Οροφοκτησίας, έκδοση Β`, παρ. 18 Ε1, σελ. 91). Ο έγγραφος τύπος πρέπει να τηρείται και στις παρατάσεις ή ανανεώσεις των μισθώσεων του ΝΠΔΔ είτε αυτό είναι εκμισθωτής είτε μισθωτής (Κατρά, ό.π., παρ. 16, σελ. 86 και παρ. 18 Ε2, σελ. 91 και την εκεί παραπομπή σε ΝΣΚ 705/1998 ΕΔΠ 1998 σελ. 35).
Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 του ίδιου νόμου δεν επιτρέπεται σιωπηρή αναμίσθωση (βλ και ΑΠ 498/2006). Κατά συνέπεια η μίσθωση ακινήτου ιδιοκτησίας ΝΠΔΔ, δεν μπορεί να καταστεί αορίστου χρόνου, ανανεούμενη σιωπηρά, αλλά λήγει το δίχως άλλο κατά τη λήξη της συμβατικής ή της νόμιμης διάρκειάς της.
Από το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 5 του ΠΔ 34/1995 προκύπτει ότι η μίσθωση ισχύει για δώδεκα χρόνια, ακόμη κι αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο (σύμφωνα με τον ν. 813/1978 ήταν 6 έτη ενώ με τον ν. 2235/1994 είχε αυξηθεί σε 9 έτη). Από τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 58 του ΠΔ 34/1995 προκύπτει ότι παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι 31/8/1997 όσες μισθώσεις (παραταθείσες αναγκαστικά και με προηγούμενους νόμους) δεν είχαν συμπληρώσει τον προβλεπόμενο χρόνο λήξης τους μέχρι την 1/5/1992 (30, 20 και 12 έτη), ενώ από το άρθρο 7 και 15 του Ν.2741/28-9-1999 που αντικατέστησε το άρθρο 61 του άνω διατάγματος προβλέπεται, εκτός των άλλων, ότι, αν δεν ασκηθεί αγωγή για απόδοση του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, εντός εννέα μηνών, η μίσθωση θεωρείται παραταθείσα για τέσσερα έτη από την άνω λήξη της και δεν οφείλεται πλέον αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία του μισθίου. Στις παλαιές μισθώσεις που έληξαν πριν από τη δημοσίευση του Ν.2741/28-4-1999, η άνω προθεσμία των εννέα μηνών άσκησης της αγωγής για απόδοση του μισθίου υπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού. Η δε έναρξη της τετραετίας κατά την οποία παρατείνεται η σύμβαση μίσθωσης αρχίζει από τότε που αυτή αναγκαστικά έληγε με την συμπλήρωση 30ετίας ή 20ετίας ή 12ετίας.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 47 ν 715/1979 “Ο μισθωτής υποχρεούται άμα τη καθ' οιονδήποτε τρόπον λήξει της συμβάσεως εκμισθώσεως, όπως αποδώση το μίσθιον εις Επιτροπήν Παραλαβής συγκροτουμένην δι' αποφάσεως του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου Εις περίπτωσιν μη εγκαίρου παραδόσεως ο μισθωτής υπόκειται εις έξωσιν κατά τας διατάξεις του ισχύοντος Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.”
Κατά συνέπεια των ανωτέρω επί συμβάσεως μισθώσεως με εκμισθωτή ΝΠΔΔ, εάν μετά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής παραμένει στο μίσθιο, το ΝΠΔΔ-εκμισθωτής μπορεί να ζητήσει την απόδοση του μισθίου ακινήτου του λόγω λήξης της μίσθωσης κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 599 ΑΚ (πρβλ. και ΕφΑθ 11439/1991 ΕλΔ 34. 11 01).
Τυχόν παράταση της μίσθωσης, συντελεσθείσα χωρίς πλειοδοτικό διαγωνισμό, είναι αυτοδικαίως άκυρη, ελλείψει ουσιώδους τύπου διαδικασίας, αποτελώντας συμφωνία κατά παράβαση των διατάξεων περί διαγωνισμού,  (βλ. και γνωμοδοτήσεις Ν.Σ.Κ. 389/96, 680/96 και 705/1998), ενώ επισημαίνεται εκ νέου ότι οι διατάξεις του ν 715/1979 κατισχύουν του ΠΔ 34/1995 σε διαδικαστικά θέματα, όπως αυτά της διαδικασίας για την παράταση της μίσθωσης (βλ ανωτέρω γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 286/2007, 344/1993 κλπ).

3. ΥΠΕΚΜΙΣΘΩΣΗ-ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 47 ν.715/1979 η υπεκμίσθωση επιτρέπεται μόνο με την έγγραφη συγκατάθεση του ΝΠΔΔ. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο νόμο σε δυνατότητα μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης, η οποία ως εκ τούτου απαγορεύεται. Σημειωτέον επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 εδ.α΄ του ΠΔ 34/1995 απαγορεύεται η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο. Στην περίπτωση που η απαγόρευση αυτή έχει αρθεί συμβατικά η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης έχει τις εξής προϋποθέσεις: α) έγκυρη και ενεργή μίσθωση και 
β) Έγκυρη σύμβαση εκχώρησης και στερητικής αναδοχής χρέους (Αρχανιωτάκης “Η επαγγελματική μίσθωση” Τ. Ι, σελ 247 επ). Απαιτείται δηλαδή η σύναψη δύο συμβάσεων με υποχρεωτική την υπογραφή τουλάχιστον της μίας εξ αυτών από τον εκμισθωτή, κ